Ατρόμητος-ΑΕΚ: Το σκεπτικό του «άκυρου» στην Ένωση για τα «δοκάρια» | «Δεν είχε δικαίωμα έφεσης»
Το σκεπτικό της απόφασης της Επιτροπής Εφέσεων της ΕΠΟ για την υπόθεση του αγώνα του Ατρόμητου με την ΑΕΚ με την οποία απέρριψε το αίτημα της Ένωσης βγήκε στη δημοσιότητα.
Αρχικά, το Πρωτοβάθμιο Όργανο της Super League αποφάσισε να δικαιώσει τον Ατρόμητο αναφορικά με την ευθύνη που είχε η ομάδα του Περιστερίου. Έτσι, η διοργανώτρια αρχή έπρεπε να ορίσει σε νέα ημερομηνία τον αγώνα. Η ΑΕΚ προσέφυγε στην Επιτροπή Εφέσεων, όμως, η απόφαση ήταν αρνητική για τον «Δικέφαλο», κάτι που σημαίνει πως το ματς θα γίνει κανονικά.
Μάλιστα, σύμφωνα με το σκεπτικό της απόφασης από την Επιτροπή Εφέσεων, δεν υπάρχει καμία ευθύνη από την ΠΑΕ Ατρόμητος για την καταλληλότητα του, ενώ έκρινε πως η ΠΑΕ ΑΕΚ δεν είχε δικαίωμα έφεσης, μια και η υπαιτιότητα είχε κριθεί σε πρώτο βαθμό και δεν ήταν δυνατό να γίνει ένσταση γι’ αυτό το θέμα.
Αναλυτικά, μεταξύ άλλων, στο σκεπτικό αναφέρεται:
«Όπως αναφέρθηκε, η ήδη εκκαλούσα Π.Α.Ε. Α.Ε.Κ., αντίπαλος της γηπεδούχου Π.Α.Ε. ΑΤΡΟΜΗΤΟΣ, υπέβαλε αρχικώς την από 5.2.2023 ένσταση, προβάλλοντας την αντικανονικότητα του γηπέδου, για τους αναφερόμενους σε αυτήν λόγους, ο δε διαιτητής κατά παραδοχή της ενστάσεως, χαρακτήρισε το γήπεδο αντικανονικό και αποφάσισε τη μη τέλεση του αγώνος, ενώ το συνταχθέν από 5.2.2023 φύλλο αγώνος διαβιβάσθηκε στην SUPER LEAGUE 1 ΕΛΛΑΔΑ (αριθμ.πρωτ.908/6.2.2023), προκειμένου αυτή, κατόπιν εφαρμογής της νόμιμης διαδικασίας (σχετ.η υπ’αριθμ.πρωτ.60/7.2.2023 κλήση σε απολογία της Π.Α.Ε. ΑΤΡΟΜΗΤΟΣ), να διερευνήσει τις συνθήκες τελέσεως της ως άνω πειθαρχικής παραβάσεως και σε περίπτωση ενοχής της εγκαλούμενης να επιβάλει τις προβλεπόμενες από τις κείμενες διατάξεις (Π.Κ. της Ε.Π.Ο., Κ.Α.Π.), πειθαρχικές ποινές. Η ως άνω κρίση, μη αμφισβητηθείσα μάλιστα από την Π.Α.Ε. ΑΤΡΟΜΗΤΟΣ με σχετική ένσταση ενώπιον της αρμόδιας Πειθαρχικής Επιτροπής, αποτελεί ζήτημα, το οποίο, όπως έγινε δεκτό και με την εκκαλούμενη απόφαση, είχε οριστικώς κριθεί. Επομένως και ενόψει όσων έγιναν δεκτά στη μείζονα σκέψη, η δεύτερη από 6.2.2023 ένσταση της ήδη εκκαλούσας Π.Α.Ε. Α.Ε.Κ. ενώπιον του Μονομελούς Πειθαρχικού Οργάνου αποβλέπουσα στην επαναφορά προς κρίση ζητήματος το οποίο είχε οριστικώς επιλυθεί και μάλιστα με την αναγνώριση υπέρ αυτής δικαιώματος, ασκήθηκε άνευ εννόμου συμφέροντος και ήταν για το λόγο τούτο απορριπτέα. Άλλωστε και αν η εν λόγω ένσταση ήθελε θεωρηθεί ως πρόσθετη παρέμβαση υπέρ του κύρους της αποφάσεως του διαιτητού περί αντικανονικότητος του γηπέδου αυτή είναι απαράδεκτη, ενόψει του ότι, όπως αναφέρθηκε, ενώπιον του Πειθαρχικού Οργάνου δεν εισάγεται το ζήτημα τούτο ως μη αμφισβητηθέν από την βλαπτόμενη γηπεδούχο ομάδα. Για τον ίδιο λόγο δεν είναι δυνατόν το εν λόγω δικόγραφο να κριθεί ως πρόσθετος λόγος επί του αρχικού.
Περαιτέρω, η ως άνω από 6.2.2023 ένσταση της Π.Α.Ε. Α.Ε.Κ., καθόσον αναφέρεται στην υπαιτιότητα της γηπεδούχου ομάδος και τη συνδρομή νόμιμης περιπτώσεως επιβολής σε βάρος της των προβλεπόμενων κυρώσεων, ασκήθηκε απαραδέκτως. Και τούτο, γιατί στο πλαίσιο της πειθαρχικής διαδικασίας που προβλέπεται ενώπιον της Πειθαρχικής Επιτροπής, η τελευταία νομιμοποιείται να διαπιστώσει εάν συντρέχουν οι προϋποθέσεις επιβολής κυρώσεων σε βάρος της εγκαλουμένης και μάλιστα ανεξαρτήτως ελέγχου και δημιουργίας ή μη δικαιωμάτων τρίτων, ενόψει και του ότι κατά τη διαδικασία τούτη δεν προκύπτει διμερής αντιδικία.
Απορρίπτοντας, κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, το Πρωτοβάθμιο Μονομελές Πειθαρχικό Όργανο της SUPER LEAGUE ΕΛΛΑΔΑ με την εκκαλούμενη απόφαση την προαναφερθείσα Β΄ ένσταση της ήδη εκκαλούσας, αν και με διαφορετική εν μέρει αιτιολογία, σε ορθό αποτέλεσμα κατέληξε και όσα περί του αντιθέτου υποστηρίζονται με την κρινόμενη έφεση είναι απορριπτέα, ως αβάσιμα. Κατόπιν αυτών παρέλκει η εξέταση της ένδικης εφέσεως καθόσον με αυτήν προβάλλεται ακυρότητα της εκκαλούμενης αποφάσεως ως προς το κεφάλαιο των γενόμενων δεκτών εν μέρει πρόσθετων παρεμβάσεων.
Κατόπιν αυτών, πρέπει η ένδικη έφεση να απορριφθεί και να διαταχθεί η κατάπτωση υπέρ της Ε.Π.Ο. του καταβληθέντος από την εκκαλούσα παραβόλου, καθώς και του τέλους λειτουργίας της παρούσας Επιτροπής, σύμφωνα με το άρθρο 32 παρ. 2 του Δικονομικού Κανονισμού Λειτουργίας Δικαστικών Οργάνων».