«Θα σας πω δύο ιστορίες. Η πρώτη: όταν έφτασα στην Παλμέιρας ο κόσμος αναρωτήθηκε γιατί (η ομάδα επέλεξε) εμένα. Όταν έφτασα στη Βραζιλία ήμουν ένας προπονητής χωρίς τίτλους. Ο κόσμος πρέπει να αναρωτήθηκε γιατί πλήρωσαν οι ομάδες για μένα, για έναν προπονητή που δεν είχε τίτλους.
Γιατί ένας σύλλογος όπως ο ΠΑΟΚ πήγε στην Μπράγκα και πλήρωσε 3 εκατομμύρια ευρώ; Γιατί η Παλμέιρας πήγε στον ΠΑΟΚ για να πληρώσει το συμβόλαιό μου; Αυτός ο προπονητής (μιλά για τον εαυτό του) δεν έχει απολυθεί ακόμα! Περιμένω να γίνει. Αλλά δεν με έχουν απολύσει ακόμα. Και ο κόσμος αντί να το σκέφτεται αυτό, σκέφτηκε την έλλειψη τίτλων. Ναι, αλλά ποιους συλλόγους έχω προπονήσει; Που έχω δουλέψει για να έχω τη δυνατότητα να κερδίσω τίτλους; Η Παλμέιρας μού πήρε τρεις φορές συνέντευξη πριν με επιλέξει. Ο σύλλογος ήξερε πολύ καλά ποιον προσέλαβε. Ήξερα πώς έπαιζε», ανέφερε και συνέχισε:
«Και η δεύτερη ιστορία, κανείς δεν το ξέρει: πήγα ενάντια σε όλα και σε όλους στην οικογένειά μου. Οι γονείς μου μου είπαν: "Μην πας". Η γυναίκα μου επίσης. Της είπα: "Αν με αγαπάς, θα με αγαπάς ακόμα, αλλά εγώ φεύγω". Πήγα κόντρα σε όλη μου την οικογένεια. Κανείς δεν ήθελε να έρθει στην Παλμέιρας. Κανένας. Ήρθα αποκλειστικά και μόνο επειδή εγώ το ήθελα, γνωρίζοντας μάλιστα, ότι ο μέσος όρος παραμονής των προπονητών στη Βραζιλία είναι τρεις μήνες. Ήθελα όμως, να έχω μια καλή ομάδα στη διάθεσή μου. Ωστόσο, έφτασα και είδα μια ομάδα που πάνω από όλα δεν πίστευε στον εαυτό της. Μια ομάδα που της έλειπε η στοργή», κατέληξε.