Ολυμπιακός: Επιστολή σε όλους του Βουλευτές για το Grexit!
Η ΠΑΕ Ολυμπιακός, δια του νομικού συμβούλου και αντιπροέδρου της, Θόδωρου Γιαννίκου, έστειλε επιστολή προς όλους τους βουλευτές έτσι ώστε να επισημάνει τους κινδύνους ψήφισης του νέου νομοσχεδίου και την πιθανότητα να αποφέρει αυτό τον αποκλεισμό των ελληνικών ομάδων από την Ευρώπη.
Την επιστολή αυτή έχει συντάξει ο Γ’ Αντιπρόεδρος και Νομικός Σύμβουλος της ΠΑΕ Ολυμπιακός, κ. Θόδωρος Γιαννίκος, ο οποίος γνωρίζει όσο λίγοι τους διεθνείς κανονισμούς του ευρωπαϊκού και παγκοσμίου ποδοσφαίρου, καθώς είναι μέλος σε αρμόδιες επιτροπές της UEFA και της FIFA. Ο κ. Γιαννίκος είναι, παράλληλα, μέλος του Δ.Σ. της ECA (European Club Association) και ένα από τα ελάχιστα στελέχη στον χώρο του ελληνικού ποδοσφαίρου, με γνώση των κανονισμών και του διεθνούς ποδοσφαιρικού γίγνεσθαι.
Η θέση της ΠΑΕ Ολυμπιακός είναι ξεκάθαρη και αποτυπώνεται για ακόμη μία φορά σαφέστατα μέσα από την επιστολή, την οποία απέστειλε σε όλους τους Έλληνες βουλευτές και το περιεχόμενο της οποίας μπορείτε να διαβάσετε παρακάτω:
ΕΝΗΜΕΡΩΤΙΚΗ ΕΠΙΣΤΟΛΗ
ΓΙΑ ΤΟ ΝΟΜΟΣΧΕΔΙΟ "ΕΠΕΙΓΟΝΤΑ ΜΕΤΡΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΗΣ ΒΙΑΣ ΣΤΟΝ ΑΘΛΗΤΙΣΜΟ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ" Του Υφυπουργού Αθλητισμού, κ. Σταύρου Κοντονή
Αξιότιμε κύριε,
Εν όψει της συζήτησης του ως άνω Νομοσχέδιου θεωρούμε υποχρέωση μας να σας ενημερώσουμε σχετικά με τα θέματα που ανακύπτουν από τις επιμέρους διατάξεις αυτού για τις ελληνικές ποδοσφαιρικές ομάδες.
Συγκεκριμένα:
1. Η επιβολή διοικητικών προστίμων (άρθρο 1 παρ. 2 και παρ. 7) σε Αθλητικές Ανώνυμες Εταιρίες, από 10.000 ως 1.000.000 Ευρώ ή ακόμα και μέχρι 25.000.000 Ευρώ για "σοβαρές περιπτώσεις τέλεσης επεισοδίων" αλλά και "παρότρυνσης σε πρόκληση επεισοδίων" αλλά μέχρι και για "ρατσιστικές συμπεριφορές" των φιλάθλων εκτός του γεγονότος ότι ουδεμία Αθλητική Εταιρία μπορεί να αντέξει μια τέτοια οικονομική επιβάρυνση χωρίς να διακινδυνέψει η επιβίωση της ή να οδηγηθεί στην πτώχευση, δημιουργεί ένα τεράστιο θέμα ως προς την νομιμότητα επιβολής διοικητικών προστίμων σε ανώνυμες εταιρίες με βάση γενικές και αυθαίρετες εκτιμήσεις και διαπιστώσεις χωρίς ουδέν αντικειμενικό κριτήριο προσδιορισμού ταυτότητας παραβάτη αλλά και ορισμού παράβασης.
2. Η δυνατότητα απαγόρευσης συμμετοχής μίας ή περισσοτέρων ελληνικών ομάδων στα ευρωπαϊκά πρωταθλήματα που παρέχεται στον Υπουργό Αθλητισμού (‘Άρθρο 1 παρ. 3) αποτελεί από μόνη της ικανή προϋπόθεση για να μην συμπεριληφθούν καν οι ελληνικές ομάδες στις κληρώσεις των επόμενων ευρωπαϊκών διοργανώσεων, αφού η πιθανότητα και μόνο ότι ένα τέτοιο μέτρο μπορεί να ασκηθεί από τον Υπουργό θέτει σε κίνδυνο την ομαλή διεξαγωγή αυτών των διοργανώσεων. Με δεδομένο ότι πρόκειται περί διοργανώσεων με τεράστιο οικονομικό κόστος αλλά και εκατοντάδες χορηγικά και τηλεοπτικά συμβόλαια και με ακριβή προγραμματισμό ως προς το χρόνο διεξαγωγής και τις ομάδες που συμμετέχουν αυτή η εξέλιξη θα πρέπει να θεωρείται βέβαιη.
3. Με προηγούμενους νόμους η Πολιτεία προέβη στην προμήθεια, μερική εγκατάσταση και πλημμελή λειτουργία συστημάτων καταγραφής εικόνας και ελέγχου εισόδων θεατών σε ορισμένα στάδια ήδη προ δεκαετίας, καταβάλλοντας τεράστια ποσά και αφήνοντας ακόμα μεγαλύτερα υπόλοιπα ανοικτά (δεν έχει γίνει ακόμα η τελική παραλαβή αυτών). Σήμερα με το παρόν νομοσχέδιο (Άρθρο 2 παρ. 9.) η Πολιτεία έρχεται να μεταφορτώσει τις δικές της οικονομικές ευθύνες από πράξεις και παραλείψεις των υπευθύνων που αποφάσισαν και υλοποίησαν πλημμελώς τις συγκεκριμένες συμβάσεις στις πλάτες των ήδη οικονομικά εξασθενημένων αθλητικών ανωνύμων εταιριών με το πρόσχημα της πάταξης της βίας. Σημειώνεται ότι μέχρι σήμερα η Ελληνική Αστυνομία είναι η αποκλειστικά υπεύθυνη στον χειρισμό και αξιοποίηση του υλικού από τις σε λειτουργία κάμερες χωρίς να έχουν προκύψει ουσιαστικά αποτελέσματα στον εντοπισμό και σύλληψη των φιλάθλων που παρανομούν.
4. Οι Λέσχες Φιλάθλων απετέλεσαν μια αποτυχημένη έμπνευση προηγούμενου νόμου και δεν υφίσταται σήμερα ούτε μια λέσχη σε λειτουργία, συνεπώς η περαιτέρω αναφορά και πρόβλεψη μέτρων (Άρθρο 3) είναι στην ουσία κενό γράμμα, ενώ κρίνεται απαραίτητη η θεσμοθέτηση ενός αυστηρού αλλά ρεαλιστικού πλαισίου λειτουργίας των συνδέσμων φιλάθλων υπό τη μορφή σωματείων.
5. Η θέσπιση μονοπρόσωπων αθλητικών πειθαρχικών οργάνων αποτελούμενων αποκλειστικά και μόνο από τακτικούς δικαστές (Άρθρο 5) αποτελεί την εμμονή όλων όσων αντιλαμβάνονται την αθλητική δικαιοσύνη ως ένα παρακλάδι της αστικής και ποινικής δικαιοσύνης, το οποίο και προφανέστατα δεν ισχύει. Η επιβολή ποινών σε ποδοσφαιριστές, αξιωματούχους του ποδοσφαίρου, ποδοσφαιρικά σωματεία και εταιρίες από τα αθλητικά πειθαρχικά όργανα δεν αποσκοπεί στην προστασία κάποιου δημόσιου αγαθού ή συμφέροντος (άλλωστε το ποδόσφαιρο και δη το επαγγελματικό μόνο δημόσιο αγαθό δεν μπορεί να θεωρηθεί αφού για να το παρακολουθήσει κανείς έστω και από τηλεοράσεως πρέπει να καταβάλει το σχετικό αντίτιμο) αλλά αποτελεί εσωτερική διαδικασία για την προστασία (από δυσφήμιση που αποτελούν όλες οι παραβάσεις των ποδοσφαιρικών κανονισμών) του ποδοσφαιρικού προϊόντος. Εκτός των άλλων πρέπει να προσεχθεί ότι σε κανένα βαθμό η ΔΟΕ δεν προβλέπει τακτικούς δικαστές αφού σε τελικό βαθμό, αυτό του Διεθνούς Διαιτητικού Δικαστηρίου για τον Αθλητισμό (Court Arbitration for Sports) το οποίο έχει ιδρυθεί και λειτουργεί από την ΔΟΕ, όλες οι αποφάσεις των Ομοσπονδιών κρίνονται από διαιτητές οι οποίοι δεν είναι τακτικοί δικαστές. Πρέπει επίσης να επισημανθεί ότι σε σχεδόν καμιά Ευρωπαϊκή χώρα δεν συμμετέχουν σε πειθαρχικά όργανα τακτικοί δικαστές, ακόμα και σε χώρες όπου το επαγγελματικό ποδόσφαιρο χρηματοδοτείται σημαντικά από το Δημόσιο.
6. Αν και η πρωτοβουλία για την αποτροπή του στοιχηματισμού (‘Άρθρο 7) σε περιπτώσεις ύποπτων για χειραγώγηση αγώνων είναι στη σωστή κατεύθυνση, είναι πρακτικά αδύνατη η λήψη σχετικών πληροφοριών ή εκθέσεων προ την τέλεση των αγώνων αφού οι σχετικές εκθέσεις συντάσσονται με βάση τα στοιχεία στοιχηματισμού με παράλληλη εκτίμηση της εξέλιξης του συγκεκριμένου αγώνα. Γενικότερα, η αντιμετώπιση της χειραγώγησης αγώνων για σκοπούς στοιχηματισμού πρέπει να αποτελέσει προτεραιότητα για την πολιτική αθλητική ηγεσία και τις ποδοσφαιρικές αρχές ενόψει και της απελευθέρωσης της αγοράς στοιχηματισμού στην Ελλάδα και την ιδιωτικοποίηση της ΟΠΑΠ Α.Ε., και πρέπει άμεσα να αναπτυχθεί ένα πλέγμα μέτρων και συστημάτων ελέγχου.
7. Τέλος σε σχέση με το αυτοδιοίκητο πρέπει να επισημανθεί ότι ο τρόπος που διοργανώνονται ή διεξάγονται αγώνες, που προάγονται ή υποβιβάζονται ομάδες, που επιβάλλονται ποινές σε αθλητές, παράγοντες ομάδες κ.τ.λ. καθώς και η έκδοση κανονισμών και αποφάσεων επ’ αυτών ανήκουν αποκλειστικά και μόνο στη δικαιοδοσία της αρμόδιας ομοσπονδίας. Αυτή την αρχή προασπίζεται η Διεθνής Συνθήκη βάσει της οποίας λειτουργεί η Διεθνής Ολυμπιακή Επιτροπή και όλες σε αυτή υπαγόμενες ομοσπονδίες αθλημάτων. Και αυτή τη Συνθήκη θα πρέπει να σεβαστούμε προκειμένου να παραμείνουμε μέλη της αθλητικής οικογένειας. Στην πολιτεία ανήκει η θέσπιση κανόνων λειτουργίας και ελέγχου του νομικού προσώπου των αθλητικών σωματείων (νομική σύσταση και λειτουργία, φορολογικές ασφαλιστικές υποχρεώσεις, εργατικό δίκαιο), η λήψη μέτρων δημόσιας τάξης, οι κανονισμοί λειτουργίας εγκαταστάσεων, η ποινική δίωξη εγκλημάτων, οπότε καθίσταται σαφές ότι είναι εφικτή με την υιοθέτηση καταλλήλων μέτρων αλλά κυρίως την εφαρμογή της ήδη υπάρχουσας νομοθεσίας να επιτευχθούν οι σκοποί του συγκεκριμένου νομοσχεδίου δίχως να κινδυνεύσει το Ελληνικό ποδόσφαιρο και να τεθεί εκτός της διεθνούς ποδοσφαιρικής οικογένειας.
8. Είναι σαφές ότι η ψήφιση του νομοσχεδίου ως έχει, θα επιφέρει την αποβολή της Ελληνικής Ποδοσφαιρικής Ομοσπονδίας από την FIFA και την UEFA. Συνέπεια αυτού, θα είναι ο αποκλεισμός όλων των Ελληνικών ομάδων, συμπεριλαμβανομένης και της Εθνικής Ομάδας, από όλες τις διεθνείς διοργανώσεις, καθώς και η στέρηση όλων των δικαιωμάτων τους σε σχέση με το Διεθνές Ποδόσφαιρο. Αυτό θα έχει ως αποτέλεσμα δεκάδες συμβόλαια ξένων ποδοσφαιριστών να βρεθούν κυριολεκτικά στον αέρα, έσοδα πολλών εκατομμυρίων Ευρώ να μην εισπραχθούν, το δημόσιο να απωλέσει μεγάλα ποσά από είσπραξη φόρων και τελών, ενώ θα υπάρξει άμεση απώλεια θέσεων εργασίας. Σημειώνεται, τέλος ότι οι συγκεκριμένες συνέπειες θα έχουν μακροπρόθεσμο χαρακτήρα και δε θα είναι δυνατή η άμεση αποκατάσταση των συνεπειών ακόμα και αν βρεθεί οποιαδήποτε λύση εκ νέου συμμετοχής της Ε.Π.Ο. στους ως άνω Οργανισμούς.