Σιδέρης, ένας ζωντανός θρύλος του Ολυμπιακού!
Το βιβλίο των αναμνήσεων από τη λαμπρή ποδοσφαιρική του καριέρα ξετύλιξε ο ζωντανός «θρύλος» του Ολυμπιακού και του ελληνικού ποδοσφαίρου, Γιώργος Σιδέρης.
Ο Σιδέρης, μιλώντας στην κάμερα της «Nova», αναφέρθηκε στα δύσκολα παιδικά του χρόνια, τα πρώτα του ποδοσφαιρικά βήματα, τις ιδιόρρυθμες σχέσεις του με τους παράγοντες, την παρουσία του στους «ερυθρόλευκους», το πρώτο ευρωπαϊκό τους παιχνίδι, το ιστορικό φιλικό με τη Σάντος του Πελέ, τις εμπειρίες του από το Βέλγιο, τον Μαρινάκη, την Εθνική Ελλάδας, αλλά και στην κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει η χώρα μας
Αναλυτικά όσα είπε ο Γιώργος Σιδέρης:
Για τα δύσκολα παιδικά του χρόνια και τις πρώτες επαφές με τη στρογγυλή θεά:
«Έμενα σε μία γειτονιά στον Απόλλωνα, Απόλλων Ρέντη λέγεται, είναι δίπλα αυτό. Βέβαια οι δυσκολίες ήταν φοβερές γιατί μετά τον πόλεμο όλα ήταν κατεστραμμένα. Εγώ δεν είχα ασχοληθεί με το ποδόσφαιρο εκείνη την εποχή. Υπήρχαν διάφοροι άλλοι από την γειτονιά, ταλέντα όπως ο Σωτήρης Γκαβέζος, ο οποίος ήταν γειτονάκι μου κι έπαιζε στον Ολυμπιακό. Ξαφνικά κάποια στιγμή συζητώντας μαζί τους, μεταξύ σοβαρού κι αστείου του λέω κοίταξε, αρχίζω κι εγώ και γίνομαι ποδοσφαιριστής, γιατί δεν έχω δουλειές.
Είχα κάνει από μικρή ηλικία ότι δουλειά υπήρχε, πάρα πολλές δουλειές. Θα πρέπει ώρες να κάθομαι να σας λέω τί δουλειές έχω κάνει για την επιβίωση. Γιατί ο πατέρας μου ήταν μανάβης και είχε τη σούστα του και είχε μια γαϊδουρίτσα τη Μάρω, η οποία έκανε τον Κίτσο έναν γάιδαρο, και από κει πίναμε και γαλατάκι κι έτσι γίναμε πολύ δυνατοί και σώσαμε και τη γειτονιά εκεί στον Απόλλωνα που είχαν όλοι κοκίτη, τα παιδιά ήταν άρρωστα. Το γάλα από το γαϊδούρι είναι δυναμωτικό εκ φύσεως σαν να έχει και ζάχαρη μέσα.
Τέλος πάντων, ξαφνικά μπήκα εκεί μέσα στη γειτονιά στις αλάνες και έπαιζα ποδόσφαιρο ώσπου ξαφνικά μια μέρα, ήταν κάποιος από την ομάδα του Απόλλωνα της γειτονιάς, κάποιος είχε αρρωστήσει και παίζαμε σε ένα γήπεδο που είχαμε κάπου εκεί στο ποτάμι στον Κηφισό και μου λέει έλα να παίξεις. Λέω δεν έχω ούτε παπούτσια, μου δώσανε κάτι αρβύλες που υπήρχαν εκεί. Αλλά ήμουν τόσο γρήγορος και δυνατός και κατά σύμπτωση ήταν στο γήπεδο κάτι κυνηγοί ταλέντων που παρακολουθούσα κι ήταν κι ο αδερφός μου, ο συγχωρεμένος ο Φώτακας, με έναν φίλο του εκεί και λέει "αυτός που τρέχει έτσι ποιος είναι;" Εγώ εν τω μεταξύ με την ταχύτητα και με την δύναμη που είχα σε όποιον έπεφτα επάνω, τον χτύπαγα, βρισκόταν κάτω χτυπημένος και λέει "κάπου τον ξέρω αυτόν" και του απαντάει "είναι το αδερφάκι μου" κι έτσι ξαφνικά έδειξε ενδιαφέρον. Από τα οχτώ αδέρφια που ήμασταν οι τέσσερις ήταν ποδοσφαιριστές και παίζαμε όλοι στον Ατρόμητο Καμινίων».
Για το παρατσούκλι του, το Φώτακας:
«Εμείς ήμασταν μια οικογένεια με εφτά αγόρια κι ένα κορίτσι. Ο μεγαλύτερος ήταν ο Φώτακας ο οποίος ήταν κι αυτός ποδοσφαιριστής κι έπαιζε στους Φιλάθλους του Πειραιά παλιά και είχε ένα χόμπι. Έδερνε τους διαιτητές! Δεν είχε αφήσει διαιτητή. Φίλος του συγχωρεμένου του Μουράτη κι όλων των παλιών παικτών. Όταν πέθανε όλοι οι παλιοί ποδοσφαιριστές του Ολυμπιακού ήταν στην κηδεία του. Ήταν ένας ωραίος τύπος, υπερβολικός, αλλά ωραίος τύπος και δεν ξέρανε εμένα.
Εμένα όταν άρχισα και παρουσιάστηκα άρχισαν κι έλεγαν πως είναι το αδερφάκι του Φώτακα, το Φωτακάκι. Ο Γιαννούκος ήταν ένας σέντερ μπακ, με δοκιμάσανε στον Ατρόμητο πιτσιρίκο χωρίς να με ξέρει κι επειδή ήμουν γρήγορος εγώ και του έκανα διάφορα, αλλά ήμουν και θρασύς, γιατί το ποδόσφαιρο θέλει θράσος, δηλαδή θράσος με την καλή έννοια. Θέλει θάρρος και να κόβει το μυαλό σου. Άρχισα λοιπόν και του έκανα ντρίπλες και τον ενοχλούσε και μου λέει "για πρόσεχε" και του λέω "άντε ρε" και άρχισα και τον έβριζα και με πήρε στο κυνήγι. Εγώ ήμουν μια σταλιά, με κυνηγούσε στο γήπεδο, εγώ να τρέχω να σωθώ... Μιλάμε τον Γιαννούκο τον βάζανε στο κλουβί για να παίξει. Οπότε ακούω μια φωνή απ' έξω να του λέει: "Γιάννη, Γιάννη", κοιτάει αυτός, είχε και κάτι μαλλιά που πετάγανε σαν τον Ζαζά και του λέει: "Είναι το αδερφάκι μου...". "Πες μου το" μου λέει "ρε τσόγλανε είσαι του Φώτακα αδερφός, τη γλίτωσες, θα σε έτρωγα ζωντανό;"!
Εκεί στον Ατρόμητο που έπαιζα είχαμε μια ομάδα που μόλις παίζαμε με τον Ολυμπιακό, εξαφανιζόντουσαν όλοι οι Ολυμπιακοί. Ερχόντουσαν 300 από τα Καμίνια και καταλαβαίνεις ήταν καλά παιδιά όλοι από εκεί πέρα. Κι έτσι έμεινε το Φώτακας. Σε όλους τους παίκτες μένουν αυτά τα πράγματα, εγώ ούτε που το κατάλαβα, αλλά άμα το αρχίσει ένας σου μένει μετά».
Για τα πρώτα του ποδοσφαιρικά βήματα:
«Ξεκίνησα σαν χαφ να παίζω περίπου στο κέντρο και επειδή η ομάδα του Απόλλωνα που είχα υπογράψει δελτίο, ήθελε να με δώσει στον Ολυμπιακό. Ενώ εγώ δεν ήθελα να πάω στον Ολυμπιακό γιατί δεν ήμουν έτοιμος. Έτσι πήγα στον Ατρόμητο. Έμεινα έναν χρόνο εκτός, με έβαζε στη β' ομάδα κι έπαιζα σε παιχνίδια που δεν είχαν βαθμολογικό ενδιαφέρον. Κι έτσι πέρασε ο χρόνος, με έδωσε η ομάδα με κάτι ανταλλαγές παιχτών και βρέθηκα στην πρώτη ομάδα του Ατρόμητου στον οποίο η εξέλιξη ήταν μεγάλη, παρότι ήταν δύσκολη εποχή, γιατί όλοι ήμασταν αυτοδίδαχτοι. Δεν ήταν η Ελλάδα εκείνη την εποχή να έχει η ομάδα γήπεδο ή ζεστό νερό ή όλα αυτά που έχουν σήμερα. Πολύ σκληρά τα πράγματα».
Για το πως θα περιέγραφε το στιλ παιχνιδιού του:
«Θα σας πω κάτι, εγώ έπαιζα ένα στιλ, στις εφόδους όταν έκανα όπως είναι αυτός της Μπαρτσελόνα, ο Μέσι, ο οποίος κάνει κάθετες εφορμήσεις. Τον βλέπεις μπαίνει μέσα, παρότι είναι κοντός και μπαίνει μέσα και τρυπάει τις άμυνες. Εγώ είχα την ταχύτητα τα πρώτα τριάντα-σαράντα μέτρα και δε με έφτανε σπρίντερ που έκανε τα 100 μέτρα σε 11 δευτερόλεπτα. Από εκεί και πέρα βέβαια ήμουνα κοντός με πολύ βάρος, χοντρά κόκαλα, περίπου 82 κιλά και δε φοβόμουνα γιατί είχα ξεκινήσει από σκληρές συνθήκες από μικρός και δυνάμωσα. Δεκατριών-δεκατεσσάρων ετών είχα γίνει σαν παλαιστής, έγινα αθλητής από σύμπτωση. Είχε ο αδερφός μου ένα μανάβικο στη Σωκράτους, απέναντι από τα δικαστήρια στην Ομόνοια και εγώ με ένα καρότσι στην παλιά λαχαναγορά των Αθηνών στον Κεραμεικό, ανέβαζα δύο τρεις τόνους και τους πήγαινα από εκεί στην Ομόνοια. Κι εκεί τράβηξα επί δύο χρόνια και από εκεί έγινα αθλητής, δυνάμωσα και δεκατεσσάρων ετών ήμουν σαν πυγμάχος, σαν παλαιστής κι από εκεί είχα τη δύναμη αυτή που πήρα. Κι έτσι κατάφερα να μην έχω ψυχολογικά προβλήματα, να φοβάμαι μη χτυπήσω. Βέβαια χτύπησα πάρα πολλές φορές γιατί πολλές φορές πέφτεις κι ανάλογα το σώμα σου πως πέφτει επάνω, κι αν είναι κι ο άλλος σε καλύτερη θέση και να σου φύγει και το πόδι και να σου φύγει και το χέρι».
Ο Στέλιος Σεραφείδης λέει για τον Σιδέρη:
«Ο Σιδέρης ήταν από τους ποδοσφαιριστές τους δυναμικούς, καλός παίκτης, καλός σέντερ φορ, καλός χαρακτήρας. Έχω και μια ανάμνηση πικρή βέβαια. Στο παιχνίδι μέσα, ήταν και η αιτία που βγήκα από την ομάδα. Όταν κερδίσαμε στο Καραϊσκάκη μέσα με 3-2, με τον Παπαϊωάννου προπονητή, με έσπρωχνε, με κλώτσαγε και κάποια στιγμή του είπα "τί κάνεις;" κι ο διαιτητής με έβγαλε έξω και παίξαμε με δέκα παίκτες με τον Παπαϊωάννου τερματοφύλακα και κερδίσαμε ένα παιχνίδι 3-2 μεσ' το Καραϊσκάκη. Καλός χαρακτήρας, δυναμικός παίκτης, από τους παίκτες που αφήσανε το στίγμα τους».
Ο Νίκος Γιούτσος λέει για τον Σιδέρη:
«Με τους αντίπαλους αμυντικούς τη μία έπαιζε ξύλο, την άλλη όχι, έτσι γίνεται στο παιχνίδι. Έχει παίξει και ξύλο έχει φάει και ξύλο όπως όλοι μας, η εποχή αυτή ήταν πιο σκληρή. Μέσα στο γήπεδο παίζαμε ξύλο, στην εξέδρα δε γινόταν τίποτα».
Ο Χρήστος Ζαντέρογλου λέει για τον Σιδέρη:
«Είχε πολύ μεγάλο τσαμπουκά και πολύ μεγάλη δύναμη. Τον έχω παίξει και σαν αντίπαλος, δεν παιζότανε. Ήταν ειλικρινά πολύ δυνατός ποδοσφαιριστής, έβαζε τα πάντα, το σώμα του το κεφάλι του, τα πόδια του, δεν υπολόγιζε τίποτα».
Για το γεγονός ότι ποτέ του δεν αποβλήθηκε παρά το ότι έπαιζε με τόση δύναμη:
«Τραυμάτισα πάρα πολλούς, βέβαια χωρίς να το θέλω. Διότι ποτέ δε σκέφτηκα ότι πρέπει να χτυπήσω, είναι ανανδρία να χτυπάς κάποιον. Αλλά ο φανατισμός κάποια στιγμή ερχόταν και σε μας, κι αυτό είναι κακό γιατί αν η διαπαιδαγώγηση των αθλητών δεν είναι σωστή και δε σεβόμαστε και τους αντιπάλους...».
Για το βήμα από τον Ατρόμητο Πειραιώς στην Εθνική Ελλάδος:
«Από τον Ατρόμητο με κάλεσαν και στην Εθνική ομάδα. Έγινε ξαφνικά και κατά σύμπτωση ήμουν και τραυματισμένος. Είχα κάτι σαν κάταγμα στο δεξί μου πόδι και έπαιξα στο παιχνίδι. Παίξαμε στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας κι έπαιζε κι ένας μπακ αριστερός αντίπαλος κι εμένα με βάλανε έξω δεξιά. Πρώτο ημίχρονο έπαιζα όλο δεξιά να φύγω, αλλά ήταν ένα θηρίο ο Μαρς, αρχηγός της Εθνικής Γαλλίας και δεν μπορούσα. Κάποια στιγμή του κάνω πως θα φύγω δεξιά και φεύγω αριστερά και βρήκα το αδύνατο σημείο του. Το ποδόσφαιρο είναι να κόβει και το μυαλό σου για να μπορείς και να εξελιχθείς. Κι έτσι στο δεύτερο έγινε η ιστορία πολύ καλή, βέβαια τελείωσε 1-1 το παιχνίδι εκείνο. Αλλά άρχισαν οι μεγάλες ομάδες μετά να δούμε ποιος θα μας πάρει».
Ο Ανδρέας Παπαεμανουήλ λέει για τον Σιδέρη:
«Έκανα προπονήσεις στον Παναθηναϊκό μαζί με τον Γιώργο Σιδέρη, εκείνος τελικά ήταν στον Ατρόμητο Πειραιά, τον πήγανε στον Ολυμπιακό κι εγώ έμεινα στον Παναθηναϊκό. Με το Σιδέρη καθόμαστε μαζί, κι αυτός έμενε στο Ρέντη στην ίδια γειτονιά και να σου πω κι ένα ωραίο μια χρονιά μας είχανε καλέσει μαζί στην Εθνική νέων στο γήπεδο της Προοδευτικής του Κορυδαλλού. Στην προεθνική νέων μας καλέσανε και μας αποκλείσανε και τους δύο. Δεν πήραν κανέναν. Μετά συνεχίσαμε, κάναμε προπόνηση στον Παναθηναϊκό κι οι δύο, αυτός πήγε στον Ολυμπιακό, τον έδωσε δηλαδή ο Ατρόμητος Πειραιά στον Ολυμπιακό κι εγώ έμεινα στον Παναθηναϊκό».
Για το ειδύλλιο με τον Παναθηναϊκό και τον φίλο του τον Παπαεμμανουήλ:
«Εγώ ήμουν φίλος από πολύ μικροί με τον Ανδρέα Παπαεμμανουήλ, ο οποίος έπαιζε στον Πειραϊκό, πήγε στον Παναθηναϊκό και ξαφνικά ήθελα κι εγώ να πάω στον Παναθηναϊκό, γιατί έπαιζα στον Ατρόμητο και ήμουν και κόντρα στον Ολυμπιακό γιατί παίζαμε τα τοπικά πρωταθλήματα τότε κι επειδή δε μπορούσαμε κανένας τότε να κερδίσει τον Ολυμπιακό τα' χαμε όλοι εναντίον του».
Ο Μίμης Δομάζος λέει για τον Σιδέρη:
«Ο Σιδέρης έκανε και προπόνηση στον Παναθηναϊκό τότε, είχε έρθει στον Παναθηναϊκό, ήταν να έρθει στον Παναθηναϊκό».
Για την μοίρα που έφερε εκείνον στον Ολυμπιακό και τον Δομάζο στον Παναθηναϊκό:
«Εγώ ξαφνικά, δείχνει το ενδιαφέρον του ο Ολυμπιακός και βρίσκομαι στον Ολυμπιακό κυρίως εξαιτίας του Σάββα Θεοδωρίδη ο οποίος είχε καταλάβει ότι αν πήγαινα στον Παναθηναϊκό θα γινότανε ζημιά και δώσανε τότε πέντε παίκτες στον Ατρόμητο και αναγκάστηκα και πήγα γιατί είχαμε έναν πρόεδρο τον Σκορδίλη ο οποίος ήταν και κουμπάρος του Ανδριανόπουλου κι έτσι βρέθηκα στον Ολυμπιακό, ήταν η μοίρα φτιαγμένη, γιατί ο Δομάζος εκείνη την εποχή ήθελε να πάει στον Ολυμπιακό, εγώ ήθελα να πάω στον Παναθηναϊκό και το τυχερό ήταν να βρεθούμε κόντρα. Είναι και ατυχία να έχεις αντίπαλο τον Δομάζο. Παίζαμε στην Εθνική Νέων και μετά στην Εθνική ομάδα μαζί. Αν έχεις παίκτες σαν κι αυτόν καταλαβαίνεις είναι πολύ εύκολο αντί να βγάζεις δέκα γκολ, να βγάζεις άλλα είκοσι, γιατί στα στρώνει και παίζει μεγάλο ρόλο τί έχεις».
Ο Μίμης Δομάζος λέει για τον Σιδέρη:
«Είχαν πει τότε στον Γιώργο Σιδέρη ότι αν είχες τον Δομάζο να σου πετάει τη μπάλα μόνο με κομπιούτερ θα μπορούσαμε να βρούμε τα γκολ που θα είχε βάλει ο Γιώργος. Θα χάναμε τον αριθμό».
Ο Ηλίας Ρωσίδης για τον Σιδέρη:
«Η εποχή τότε η δική μας πιστεύω ότι ήταν η χρυσή εποχή, γιατί ο Ολυμπιακός είχε μεγάλους παίκτες στην ομάδα του και διακρίσεις και με ξένες ομάδες σε φιλικά παιχνίδια, και κατακτούσε το ένα πρωτάθλημα μετά το άλλο. Εγώ συγκεκριμένα έπαιξα δέκα χρόνια και με τον Γιώργο Σιδέρη βέβαια, με τον Υφαντή, με πολλά άλλα ιερά τέρατα του ελληνικού ποδοσφαίρου, τον Σάββα τον Θεοδωρίδη, τον Κοτρίδη, τον Μπέμπη, τον Δαρίβα, δηλαδή τώρα όποιοι τα ακούνε τα ονόματα αυτά, θα θυμούνται και θα τους πιάνει ρίγη συγκινήσεως».
Για το πως δεν είχε σκεφτεί να πάει στον Ολυμπιακό αλλά και για την αγάπη του στον Ολυμπιακό:
«Σκεφτόσουν τότε, ότι αν πας σε αυτή τη μεγάλη ομάδα, επειδή είχε μεγάλους παίχτες λες "θα παίξω;" γιατί ήταν και πρόβλημα δεν ήταν σίγουρο ότι μπορείς να φτάσεις στο σημείο ότι μπορείς να πιάσεις τον Ολυμπιακό τότε, δεν ήταν εύκολα τα πράγματα και υπήρχε ένα ρίσκο και πολλοί απέφευγαν να πάνε. Τέλος πάντων, όλα τυχερά ήταν, μας πήραν, πήγαμε με το καλό, τα δώσαμε όλα και έχω την ικανοποίηση ότι έδωσα ότι είχα για αυτή την ομάδα. Γιατί έχω μια μεγάλη ομάδα για τον Πειραιά, για τον κόσμο του Ολυμπιακού και στο κάτω κάτω με έχει βοηθήσει πολύ στη ζωή μου. Κι αυτό δεν το ξεχνάω».
Ο Ηλίας Ρωσίδης για τον Σιδέρη:
«Ο Γιώργος ο Σιδέρης ήταν ο στράικερ που χρειάζεται μια ομάδα τον φουνταριστό σέντερ φορ, γιατί εμείς παίζαμε επιθετικό ποδόσφαιρο τότε. Παίζαμε με πέντε κυνηγούς. Δεν παίζαμε με έναν κυνηγό και όλοι στην άμυνα και αν μπει κανένα γκολ μπήκε. Παίζαμε πέντε κυνηγοί με τα εξτρέμ. Αυτοί που μένανε πίσω ήταν ο ένας στόπερ κι ο ένας χαφ. Τα μπακ όλοι αυτοδίδαχτοι κάναμε τις προπονήσεις μόνοι μας και οι προπονητές μας λέγανε μπράβο αυτό κι αυτό. Και την δεκαετία του πενήντα ο Ολυμπιακός πήρε 16 τίτλους».
Για το πέρασμα από τη μεγάλη ομάδα του Ολυμπιακού στην κυριαρχία του Παναθηναϊκού και τον Μπούκοβι:
«Εγώ βέβαια όταν πήγα στον Ολυμπιακό είχα την ατυχία να είναι στα τελευταία του ο Μπέμπης, ένας τεράστιος παίκτης ο οποίος, περίπου Δομάζος κι αυτός του Ολυμπιακού, γέρασε κι εκείνη όλη η μεγάλη ομάδα έφυγε και για τέσσερα πέντε χρόνια μας βγήκε το λάδι επειδή ο Παναθηναϊκός είχε φτιάξει την ομάδα τη μεγάλη που ήταν θρυλική ομάδα εκτός από μένα και τον Παπαϊωάννου. Ευτυχώς μετά ήρθε ο Μπούκοβι το 65-66, ήρθε ο Γιούτσος τεράστιος παίκτης με τον Μποτίνο, άλλος φοβερός παίκτης και δυνάμωσε η ομάδα και ισορροπήσαμε λιγάκι».
Ο Μίμης Δομάζος για τον Σιδέρη:
«Ότι και να πω για τον Γιώργο θα είναι λίγο. Ο Γιώργος είναι πολύ καλό παιδί και ήταν ένας από τους μεγαλύτερους σέντερ φορ που έχει βγάλει η Ελλάδα. Αλλά είναι και άνθρωπος. Αυτό τα λέει όλα. Ήταν δυνατός, ήταν γρήγορος και ήταν και γκολτζής. Τί άλλο θέλεις από έναν σέντερ φορ. Να βάζει γκολ. Αυτή ήταν η δουλειά του και αυτή έκανε».
Για τις μάχες του με τον Παναθηναϊκό:
«Εγώ νομίζω πως τα σημερινά τα παιδιά, οι ποδοσφαιριστές είναι πιο καλοί από μας, είναι πιο συγκρατημένοι. Μη λέμε τώρα επειδή έχουν ξεχαστεί τί έχουμε κάνει και τί δεν έχουμε κάνει. Να λέμε και τα άσχημα που υπήρχαν γιατί μας φανατίζανε. Εγώ όταν έπαιζα με τον Παναθηναϊκό πριν τον αγώνα από την πλύση εγκεφάλου που γινόταν να μαλλιά μου είχαν γίνει σαν πρόκες. Κι όποιον έβλεπα μπροστά μου... Με φανατίζανε. Κυκλοφορούσα στον Πειραιά μια εβδομάδα πριν και όπου πήγαινα "Πρόσεχε την Κυριακή, αυτό, εκείνο, το άλλο..." σε φτιάχνανε. Δηλαδή ήταν φυσιολογικό».
Ο Νίκος Γιούτσος για τον Σιδέρη:
«Για τον Γιώργο έχω πολλά να θυμηθώ. Πάρα πολλά. Μεταξύ αυτών ένα που είχαμε παίξει στον Παναθηναϊκό και είχε πεθάνει και η μάνα του και είχε παίξει στο παιχνίδι και αυτό μου έμεινε. Δηλαδή είχε τη θέληση για να κερδίσει η ομάδα του και έπαιξε και δεν το κάνουν πολλοί»
Για ένα λάθος που μετανιώνει:
«Για να είμαι ειλικρινής, έχω κάνει τις πράξεις που έχω μετανιώσει, γιατί όταν εκνευρίζεσαι δεν ξέρεις τί κάνεις. Ή σε προκαλεί κάποιος ή παραφέρεσαι μετά, πολλά έχουν γίνει γιατί όλα έχουν κάποια αφορμή. Εγώ τότε ας πούμε όταν πήγαινε στη βόρειο Ελλάδα καλώς τον καμπούρη φωνάζανε πενήντα χιλιάδες κόσμος. Τους παίκτες τους είχανε φανατίσει γιατί δεν πρέπει να βάλω γκολ και μου λέγανε διάφορα, οικογενειακά, καταλαβαίνεις, έχεις τα όριά σου κι έκανες εκεί παρεκτροπές και διάφορα τέτοια. Μερικοί έχουν δίκιο, για παράδειγμα ομάδες από τη Θεσσαλονίκη έχουν αδικηθεί. Όταν πάμε ας πούμε εμείς εδώ από το κέντρο να τους πάρουμε τους καλούς παίκτες όπως έγινε με τον Κούδα και το πληρώσαμε πολύ ακριβά γιατί δεν πήγαμε με σωστό τρόπο δημιουργούνται όλα αυτά τα πράγματα και οι εντάσεις και δεν είναι καλό. Εγώ θυμάμαι παλιά όταν πηγαίναμε Θεσσαλονίκη ερχόντουσαν και πέντε χιλιάδες κόσμος μαζί μας. Σήμερα δυστυχώς όποιος πάει πρέπει δεν ξέρω τί να κάνει».
Ο Γιώργος Κούδας για τον Σιδέρη:
«Στην ποδοσφαιρική ζωή συναντάς συμπαίκτες αλλά και κυρίως ανθρώπους. Ένα μεγάλο ευχαριστώ οφείλω στον φίλο μου, άσχετα με τη διαφορά ηλικίας, τον Γιώργο τον Σιδέρη, γιατί ήταν πραγματικά κύριος. Και το λέω αυτό γιατί τότε με την περιπέτεια που είχα στον Ολυμπιακό το 66' όχι μόνο με στήριξε σε όλο εκείνο το ποδοσφαιρικό δράμα που περνούσα. Στάθηκε σαν δεύτερος πατέρας μου και με συμβούλεψε σε πάρα πολλά πράγματα γι' αυτό και είπα ότι του οφείλω ένα μεγάλο ευχαριστώ. Με είχε σαν παιδί του και με συμβούλευε πάντα και πιστεύω ότι παίρνοντας από τέτοιους μεγάλους ποδοσφαιριστές διδάγματα, γιατί δεν ήταν μόνο τα ποδοσφαιρικά διδάγματα, ήταν και τα ηθικά διδάγματα και πιστεύω ότι ο Γιώργος εκείνα τα χρόνια όταν ήμουν πιτσιρικάς μου έδωσε σωστά εφόδια για να συνεχίσω την ποδοσφαιρική μου καριέρα».
Για ένα περιστατικό στη Θεσσαλονίκη όταν έτρωγε:
«Εγώ μια φορά στη Θεσσαλονίκη είμαι σε ένα εστιατόριο και τρώω όταν παίζαμε, στην παραλία -δε θυμάμαι πως το λένε- κι έρχεται ένας από το παράθυρο του εστιατορίου και μου λέει τα εξ αμάξης. Αφού μου είπε τη μάνα, την αδερφή και τί δε μου είπε, βγαίνω έξω και τον παίρνω στο κυνήγι. Ήταν μια μεγάλη πλατεία εκεί που υπήρχε και είχε βρέξει κιόλας, τον πιάνω, γλιστράει και πέφτει κάτω και με κοιτάει με κάτι μάτια τέτοια. Εγώ θυμωμένος εκεί πάω να το πατήσω το κεφάλι, μόλις τον βλέπω όμως και με κοιτούσε έτσι, τον σηκώνω και του λέω, ρε φίλε μου, έλα μέσα να σε κεράσω, γιατί με βρίζεις εγώ έρχομαι και σε διασκεδάζω. Αυτός του είχαν πει ότι εγώ είμαι ο κακός. Του λέω εγώ έρχομαι και σε διασκεδάζω. Και του λέω να σου δώσω κι ένα χιλιάρικο που σε έβαλα στη λάσπη και σε έβρεξα. Και γίναμε φίλοι κι όσες φορές πηγαίναμε ερχόταν και με έβλεπε. Θέλω να πω που μπορεί να φτάσει μία δύσκολη κατάσταση. Αυτό το παιδί είχε προσωπικά μαζί μου. Εγώ έρχομαι αν με πάρετε στην ομάδα θα κυνηγάω να βγάλω για την ομάδα γκολ. Τί κάνω εγώ, έρχομαι και σας δίνω ενδιαφέρον εδώ πέρα. Δεν επιτρέπεται να μου λες όλα αυτά. Εντάξει βρίσε με αλλά μη μου λες τη μάνα την αδερφή μου κι όλα αυτά».
Ο Γιώργος Κούδας για τον Σιδέρη:
«Θα θυμηθώ ένα από τα πρώρα μου παιχνίδια. Δύο φορές έχει αναβληθεί ένα παιχνίδι ΠΑΟΚ-Ολυμπιακός και παίζουμε τον αγώνα. 0-4 ο Ολυμπιακός, δε θυμάμαι αν είχε βάλει ένα ή δύο γκολ, αλλά θυμάμαι με έναν συγχωρεμένο συμπαίκτη μου τον Γιακουμή, είχε κρεμαστεί στην πλάτη του και τον έσερνε τρία με πέντε μέτρα και εν τέλει ολοκλήρωσε και την προσπάθεια του».
Ο Άγγελος Σπυρίδων για τον Σιδέρη:
«Μου έμεινε στη μνήμη ο ημιτελικός που παίξαμε στο Καραϊσκάκη και κερδίσαμε τον Ολυμπιακό 0-1. Σε μια συγκεκριμένη φάση έξω από την περιοχή μας, ο Γιώργος με πέρασε και τότε τον τραβούσα εγώ τη φανέλα πέντε-έξι μέτρα και με τραβούσε κι αυτός για να μπορέσω να τον σταματήσω. Αυτό μου έχει μείνει στη μνήμη και δε θα το ξεχάσω ποτέ».
Για το πιο σημαντικό γκολ της ζωής του με τον Ολυμπιακό, μιλά για αυτά με τον Παναθηναϊκό:
«Θα είμαι ειλικρινής, μου την έδινε να βάζω γκολ στον Παναθηναϊκό, εκεί μου την έδινε. Διότι εκεί ήταν που μας ενδιέφερε και τους Παναθηναϊκούς που θέλανε να μας κάνουνε την πλάκα κι εμείς από την άλλη πλευρά. Και γι' αυτό έχει αξία γιατί αυτές οι δύο ομάδες κυρίως είναι μεγάλη δουλειά γιατί τραβάνε το ενδιαφέρον του κόσμου. Αν δεν υπήρχαν αυτοί οι ανταγωνισμοί ανάμεσα στις δύο ομάδες δε θα ήταν τίποτα το πρωτάθλημα. Δηλαδή θα έπαιζε τώρα ο Ολυμπιακός με την Καλαμαριά, δεν έχει ενδιαφέρον αυτό που έχει, οι αιώνιοι που τους λένε. Είναι το αλάτι και το πιπέρι».
Ο Φραγκίσκος Σούρπης για τον Σιδέρη:
«Ο Γιώργος ο Σιδέρης ήταν ένας πάρα πολύ μεγάλος ποδοσφαιριστής, έχω την αίσθηση ότι ήταν η τριάδα Μίμης Δομάζος, Μίμης Παπαϊωάννου, Γιώργος Σιδέρης οι τρεις μεγάλη της δεκαετίας. Ήταν ένας σέντερ φορ που σήμερα δεν υπάρχει σε καμιά ομάδα της γης. Ο Γιώργος και πέρα από αυτά ήταν ένας εξαιρετικός άνθρωπος και δεδομένου ότι είχαμε μια δεκαετία σκληρών αναμετρήσεων και δεν σημειώθηκε μία γρατζουνιά από τον έναν στον άλλο. Οι δικές μας οι αναμετρήσεις ήταν πάρα πολύ σκληρές. Εγώ είχα την τύχη να είμαι πάρα πολύ γρήγορος και ξεπερνούσα τις όποιες αδυναμίες μου σε σχέση με τον Γιώργο. Ο Γιώργος ήταν ένας παίκτης πολύ δυνατός και ήταν ένας παίκτης μεγάλος. Μεγάλοι παίκτες ξέρετε ποιοι είναι, μεγάλοι κυνηγοί; Αυτοί που από το τίποτα σου βγάζουν γκολ. Όχι να έχουν δέκα ευκαιρίες και να βγάζουν ένα γκολ. Τον Γιώργο τον πατούσες, τον συνέθλιβες και για δεκαπέντε δευτερόλεπτα σου έφευγε και σου έβαζε γκολ. Αυτοί είναι οι μεγάλοι παίκτες».
Για τον Φραγκίσκο Σούρπη:
«Εγώ θα σταθώ σε έναν παίκτη ο οποίος ήταν ηρωικός και με αντιμετώπιζε. Αυτός είναι ο Φραγκίσκος Σούρπης, ωραίος τύπος. Τον έβλεπα μέσα στο γήπεδο και αυτός νόμιζε ότι ήταν στην Αλβανία και πολέμαγε τους Ιταλούς. Έβγαζε τις ιαχές μέσα εκεί αλλά μ' άρεσε διότι πάντοτε με έπαιξε, ήταν πολύ κύριος και με σταμάτησε σε πολλά παιχνίδια τράβηξα πολλά από αυτόν. Αν δεν ήταν αυτός με τα κυνήγια που μου' κανε. Αφού με κυνηγούσε και στα αποδυτήρια. Με το που τελείωνε το παιχνίδι, του λέω τί θες εσύ εδώ πέρα, είχε τέτοιο πράγμα μαζί μου, ωραίος τύπος».
Ο Φραγκίσκος Σούρπης για τον Σιδέρη:
«Θυμάμαι σε ένα ματς που χάσαμε 4-0 στο Καραϊσκάκη, είχαμε τροφική δηλητηρίαση οι μισοί και μου' λεγε ο Γιώργος ρε φύγε μην κάθεσαι και ξεφτιλίζεσαι, εγώ είχα πυρετό, αλλά είμαστε φίλοι. Ένα χαρακτηριστικό, κάνει προπόνηση με την Εθνική ομάδα στο Καραϊσκάκη, έχουμε κερδίσει τον Ολυμπιακό και την ώρα που βγαίνουμε δεν έχω αυτοκίνητο και με παίρνει ο Γιώργος καθώς θα ανέβαινε κι αυτός στην Αθήνα να με ανεβάσει και τον βρίσανε, οπότε μου λέει κοίταξε τώρα τί θα συμβεί, γύρισε επετέθη εναντίον τους και αρχίσανε και τον χειροκροτούτανε. Είχε ψυχή ο Γιώργος ήταν παλικάρι».
Για τον κόσμο στα γήπεδα:
«Μα και στο ποδόσφαιρο θα πρέπει οι ομάδες να φτάσουν σε ένα σημείο να καταλάβουν ότι δε χρειάζεται η αστυνομία για να χωρίζουν τους οπαδούς τους δε θα κάνουν τίποτα. Έτσι έχουν διώξει όλο τον κόσμο και αυτό είναι εις βάρος τους. Διότι χωρίς εισιτήρια η δύναμη είναι ο κόσμος. Χωρίς κόσμο ένα γήπεδο... Εγώ βλέπω τα γήπεδα τα οποία είναι άδεια και λέω τί γίνεται εκεί πέρα, άδειες εξέδρες εκεί πέρα, σα να παίζουν σχολεία. Αυτό είναι κακό για το ποδόσφαιρο».
Για το πέρασμα από την πράσινη κυριαρχία στα χρόνια του Μπούκοβι:
«Κοίταξε ο Μπούκοβι ήταν μεγάλος παιδαγωγός, ήταν ένας άνθρωπος που τον σεβόσουνα γιατί ήταν προσωπικότητα δεν ήταν τυχαίος άνθρωπος. Βέβαια τον ανάγκασαν κι έφυγε γιατί πήρε δύο πρωταθλήματα και το τρίτο μας το πήρανε, άμα δείτε την ιστορία πως το χάσαμε θα βάλεις τα γέλια. Ο Ολυμπιακός πήρε τα σκήπτρα από τον Παναθηναϊκό γιατί εκτός από τον Μπούκοβι πήρε και παίκτες καλούς. Ήρθε ο Γιούτσος που ήταν μισή ομάδα μόνος του, ήρθε ο Μποτίνος, ήταν ο Βασιλείου, ήρθε ο Ζαντέρογλου μετά, γίνανε κάποιες μεταγραφές πολύ καλές. Πριν ήμασταν άστα, να μην τα πούμε».
Ο Νίκος Γιούτσος για τον Σιδέρη:
«Ήταν ένας καταπληκτικός άνθρωπος και καταπληκτικός παίκτης. Αυτό που τον διέκρινε πολύ ήταν και το θράσος μέσα στο παιχνίδι. Ήταν μεγάλος γκολτζής, ήταν ταχύς και καλό παιδί παρόλο που έδειχνε άλλα πράγματα».
Ο Νίκος Αλέφαντος για τον Σιδέρη:
«Ο Γιώργος Σιδέρης ήταν φανταστικό σέντερ φορ, πολύ γρήγορος, πολύ γκολτζής και αν έβαζε πλάτη στα δύο σέντερ μπακ τελείωνε το γκολ. Καταπληκτικός δηλαδή αν ήταν τώρα θα στοίχιζε πολλά λεφτά. Παιχταράς, παιχταράς, με τα όλα του, γκολτζής, γρήγορος πολύ, τελειώματα καλά κι άμα βάλει πλάτη. Θυμάμαι εδώ μέσα μια φορά στο Καραϊσκάκη, τον συχωρεμένο τον Τάκη τον Παπουλίδη ο οποίος ήταν γρήγορος δυνατός, τέσσερα γκολ του έβαλε με τον Μπούκοβι. Με τον ΠΑΟΚ εδώ μέσα πάλι, φοβερός παίκτης δεν υπάρχουν τέτοιοι παίκτες τώρα».
Ο Νίκος Γιούτσος για τον Σιδέρη:
«Ένα από τα καταπληκτικά γκολ που έβαλε και θυμάμαι, ήταν που σούταρε από τη γραμμή του κόρνερ και η μπάλα πήγε δοκάρι στο άλλο δοκάρι και μέσα. Εγώ δε θα το έκανα ποτέ αυτό δε θα έπαιρνα την πρωτοβουλία. Είχε θράσος και του πιάνανε. Δεν φοβότανε στο παιχνίδι επάνω».
Ο Χρήστος Ζαντέρογλου λέει για τον Σιδέρη:
«Εγώ τον Γιώργο και σαν αντίπαλος τον έχω παίξει, δεν παιζότανε, ήταν ένας παίκτης που λείπει αυτή τη στιγμή. Ένας σέντερ φορ που έβαζε γκολ. Ένας άνθρωπος που δεν φοβότανε τίποτε, έβαζε όλο το σώμα του, τα πόδια του τα πάντα για να βάλει το γκολ. Αλλά με τη διαφορά ότι είχε και παίκτες κοντά του όπως ο Γιούτσος, όπως ο Μποτίνος, ο Βασιλείου, ο Πολυχρονίου, δηλαδή είχε παίκτες που τον βοηθούσανε. Διότι αν δεν έχεις δεν μπορείς μόνος σου να κάνεις κάτι. Και πιστεύω ότι ο Γιώργος ήταν και είναι ένα από τα καλύτερα σέντερ φορ ακόμα και στο εξωτερικό».
Για τις ιδιορρυθμίες του και τις σχέσεις του με τους παράγοντες:
«Όταν ήρθε ο Μπούκοβι, θυμάμαι με φώναξε. Διότι εγώ επειδή ήμουν και λίγο ιδιόρρυθμος, δύσκολος δεν έκανα με πολλούς, είχα κάνει τις φασαρίες μου γιατί δεν ξέρανε να με μεταχειριστούν. Και με φωνάζει μου λέει μου είπανε ότι είσαι μούτρο και τέτοια. Του λέω μπορεί να μην είμαι μούτρο; Αυτοί εδώ πέρα όλοι τη μία μου λένε έτσι την άλλη μου λένε αλλιώς. Έλεγε κάποιος παράγοντας μπροστά μου, καλό παιδί ο Γιώργος και μετά αλλού πήγε και με σκυλόβρισε. Και πάω και τον βρίσκω και του λέω επειδή στο τηλέφωνο μου τα' λεγες, άκουσα από το δεύτερο τηλέφωνο τί μου' λεγες κι ήταν μεγάλο όνομα. Επιτρέπεται του λέω να με βρίζεις κατ' αυτόν τον τρόπο, να μην έχεις το θάρρος να μου πεις δεν είσαι εντάξει. Γιατί κανείς δεν είναι τέλειος και εγώ δεν είμαι εντάξει. Να σου πω εντάξει ρε φίλε μου, δεν είμαι τέλειος κάνω κι εγώ τα λάθη μου. Όταν εμένα μου τραβάγανε αυτά τα πράγματα και τα μάθαινα και όταν βρισκόμαστε άρχισαν και μου λέγανε υποκριτικά είσαι πρώτος και είσαι ο καλύτερος και με είχανε θάψει πριν. τί θα' κανες; Αντιδρούσα κατ' αυτόν τον τρόπο που αντιδρούσα. Και τα έκανα λίμπα»!
Ο Χρήστος Ζαντέρογλου λέει για τον Σιδέρη:
«Όταν πήγα ειλικρινά είχα ένα σαν φόβο να το πω, όταν ξεκινάς από μία επαρχία, από την ομάδα της Νίκης και πας σε μία πολύ μεγάλη ομάδα είχες ένα φόβο. Όμως ο Κώστας ο Πολυχρονίου, ο Γιώργος ο Σιδέρης μου δώσανε πολύ αέρα και ηθικό. Αλλά το μεγαλύτερο ηθικό μου το έδωσε ο Μπούκοβι»
Ο Νίκος Γιούτσος για τον Σιδέρη:
«Εγώ τον βρήκα και γίναμε αμέσως φίλοι και με δέχτηκε και πάρα πολύ καλά. Παρόλο που λένε διάφορα πράγματα για τον Σιδέρη ότι ήταν διαφορετικός. Δεν ισχύει αυτό. Βεντέτα ήταν και πρέπει να είναι γιατί όχι»
Για το ότι καβάλησε το καλάμι:
«Και πράγματι, γιατί εγώ έκανα τα λάθη μου, γιατί και ποιος δεν τα κάνει, πιτσιρικάδες είμαστε, καβαλάς και το καλάμι. Γιατί φαντάζεσαι να έχεις πενήντα χιλιάδες και από εκεί που δε σε ήξερε ούτε η μάνα σου λένε το όνομα σου και να σε σηκώνουνε; Δεν καβαλάς ένα καλάμι; Εδώ δύο τρεις σου λένε μπράβο και γίνεσαι... Βάλε πενήντα χιλιάδες και ξαφνικά να μην είσαι και κάποιο επίπεδο. Γιατί εκείνη την εποχή που ξεκινήσαμε δεν είχαμε την μόρφωση που θα έπρεπε να έχουμε και κυρίως την κοινωνική μόρφωση».
Για τις αντιδράσεις του κόσμου:
«Όταν έπαιρνα το κύπελλο σηκωνόμουνα στα χέρια, όταν το χάναμε κρυβόμουν κι έφευγα σαν γύφτος ντυμένος. Αλλά θα σου πω και το αστείο. Διότι υπήρχε και υπερβολή. Όταν έβλεπα τις εφημερίδες και έγραφαν ο υπεργίγας Σιδέρης, ο γίγαντας, λέω τί λένε ρε; Οπότε πάω μια μέρα και λέω φέρτε τη μεζούρα να μετρηθώ. Είμαι 1,73 και λέω τί γίνεται ρε; Ξαφνικά όταν βλέπεις αυτά τα πράγματα δεν καβαλάς το καλάμι; Πήγα στο Αίγιο να παίξω και έλεγαν έρχεται ο Σιδέρης, έρχεται ο Σιδέρης, με χίλια πούλμαν να έχουν ταμπέλες μπροστά, νόμιζες ότι ερχόταν ο Καραμανλής, ο Παπανδρέου να μιλήσει προεκλογικό λόγο. Παίξαμε εκεί, μας κέρδισε το Αίγιο 1-0, αλλά ήταν το πιο ωραίο που είδα στη ζωή μου. Και στο τέλος βλέπω στην πλατεία του Αιγίου που φεύγαμε σαν βρεγμένες γάτες, έναν γάιδαρο που του είχαν βάλει μια ταμπέλα που έγραφε και τώρα φεύγει ο Σιδέρης. Όταν μερικά αστεία είναι έξυπνα και έχουν χιούμορ τα δέχεσαι, αλλά όταν σου λένε τη μάνα την αδερφή και όλες τις χυδαιότητες που υπάρχουν με αυτούς τους ψευτονταήδες που υπάρχουν είναι φοβερό».
Για το αν πήρε χρήματα από το ποδόσφαιρο:
«Τότε το ποδόσφαιρο δεν είχε και αμοιβές. Δηλαδή τα λεφτά που παίρναμε ήταν λίγα. Και κάποια στιγμή αν πήραμε κάποια λεφτά δεν είναι πόσα παίρνεις αλλά πόσα κρατάς. Και κάποια στιγμή αν καβαλάς και το καλάμι και είσαι για τα μπουζούκια. Εγώ τότε πήγαινα στα μπουζούκια στον Ζαμπέτα τότε, γιατί ήταν η αγάπη μου και φίλος μου τότε και τρελαινόμουνα για τα ρεμπέτικα του Ζαμπέτα. Αλλά βέβαια δεν έκανα και έξαλλα πράγματα. Υπήρχαν και οι αφορμές για να πάμε, κάνανε και οι ομάδες τις γιορτές που κάνανε, αλλά εμείς πηγαίναμε εκεί πέρα, υπήρχανε και ωραίοι φίλοι και ηθοποιοί όπως ήταν ο Κωνσταντάρας φίλος μου, ο Σταυρίδης».
Ο Νίκος Γιούτσος λέει για τον Σιδέρη:
«Εγώ από την πρώτη στιγμή που ήρθα στην Ελλάδα, τον διέκρινα και πράγματι είπα ότι είναι ο πρώτος κυνηγός στην Ελλάδα και με σημερινά δεδομένα ακόμα ισχύει. Βασικά ήταν πολύ ταχύς και μεγάλος σκόρερ, πολύ καλή ντρίπλα και καλά σουτ. Αν έβαζε πλάτη τον αμυντικό μετά τον έχανε, δεν τον έπιανε. Στην αρχή είχε ένα πρόβλημα στο πλασάρισμα, μετά το έμαθε και αυτό. Γι' αυτό λέμε ότι ένας ποδοσφαιριστής όταν αγαπάει ένα άθλημα πρέπει να δουλεύει πάρα πολύ».
Ο Γιάννης Γκαϊτατζής λέει για τον Σιδέρη:
«Παίχτη τον οποίο θα τον έβαζε στην πλάτη του ήταν τελειωμένος. Ήταν πάρα πολύ δυνατός, ήταν πολύ γρήγορος στα πρώτα μέτρα και από τη στιγμή που έμπαινε στην περιοχή είχε μεγάλη ευχέρεια στο γκολ».
Ο Γιώργος Κούδας λέει για τον Σιδέρη:
«Ήταν ένας άνθρωπος με τεράστιο χιούμορ και επειδή οι εποχές εκείνες ήταν όντως και δύσκολες εποχές αν δεν είχε χιούμορ δε θα μπορούσες να αντέξεις όλα εκείνα που άρχισαν να διαμορφώνονται στο ποδόσφαιρο. Να φανταστείτε ήταν και γαλαντόμος με συμπαίκτες του και τα χρόνια που ήμουν εκεί, αλλά ιδιαίτερα είχε αδυναμία στον Μποτίνο, τον οποίο τον πείραζε σε μεγάλο βαθμό. Τον έβαζε να πηδάει για να φτάσει ένα κλαδί στο Θεοξένια ή στο Απέργη που μέναμε, ένα κλαδί μιλάμε για τρία μέτρα επάνω και να κάνει χιλιάδες άλματα ο Μποτίνος για να πάρει το κατοστάρικο ή το χιλιάρικο. Στο δε τάβλι του έκανε κάτι μαγικά για να τον κερδίσει. Ήταν μια απόλαυση και από πλευράς προσωπικότητας με το χιούμορ που είχε. Στα ξενοδοχεία γινόταν μαζί του μια ωραία ατμόσφαιρα για να περνάει ο χρόνος ο ελεύθερος».
Για το πρώτο παιχνίδι ευρωπαϊκό παιχνίδι με τη Μίλαν και τη συμπαράσταση του Παναθηναϊκού:
«Για να είμαι ειλικρινής δεν το θυμάμαι, γιατί ο κόσμος τότε ήθελε να μας έχουν σε σημείο εκνευρισμού και να είμαστε έτοιμοι να μαλώσουμε. Αλλά νομίζω ήρθανε., ήρθε ο Λινοξυλάκης και άλλα παιδιά και μας έδωσαν λουλούδια. Βέβαια εμείς τότε παίξαμε σε ένα γήπεδο το οποίο ήταν με χώμα και γελάγανε οι Ιταλοί, γιατί όταν πήγαμε μετά στο Μιλάνο για να παίξουμε, χαθήκαμε στο γήπεδο, μπερδέψαμε τα τέρματα. Ένα τεράστιο γήπεδο εκατό χιλιάδων θέσεων και γινόταν πανδαιμόνιο μέσα εκεί. Ήταν πάλι κατόρθωμα που ξεκινήσαμε τότε και φτάναμε στο σημείο να μπορούμε να παίξουμε με ομάδες επαγγελματικές γιατί εμείς δεν ήμασταν επαγγελματίες, ερασιτέχνες ήμασταν».
Για το ιστορικό φιλικό με τη Σάντος:
«Εμείς είχαμε αν δείτε και πάρετε εφημερίδες παλιές θα δείτε ότι είχαμε με μεγάλες ομάδες πολύ καλά αποτελέσματα, κυρίως ο Ολυμπιακός. Και τη Μπαρτσελόνα έχουμε κερδίσει που από τότε ήταν πολύ μεγάλη ομάδα. Γενικά είχαμε αναλαμπές».
Για τον Πελέ:
«Αυτός είναι από τα φαινόμενα παίκτης. Ο άνθρωπος ήταν θα έλεγα αιλουροειδές, ήταν ένα πράγμα που δε βγαίνει εύκολα, πάρε παράδειγμα ότι τα αποτελέσματα που έχει φέρει και τα γκολ που έχει βάλει είναι φοβερά δε μπορείς να τον πιάσεις. Φοβερός παίκτης».
Για το καλοκαίρι του 62' που παραλίγο να φύγει από τον Ολυμπιακό:
«Αυτά είναι τα λάθη, δεν υπήρχε ψυχολογική ισορροπία γιατί με την πρώτη αποτυχία στην Ελλάδα έπρεπε να βρουν ποιος θα πληρώσει το μάρμαρο. Κι εκεί είχαν γίνει πολλά και διάφορα και με βρίζανε κιόλας, διότι όταν η ομάδα δεν τραβάει κάποιος φταίει και αποφάσισα να φύγω. Υπήρχε τότε ένας προπονητής που είχαμε, ο Βάλε που ήταν από την Ιταλία και πήγα στην Ιταλία αλλά δεν έγινε η μεταγραφή γιατί δε μπορούσαν να φύγω, διότι ήταν δύο χρόνια αποκλεισμός, δεν έδινε τη συγκατάθεση του ο Ολυμπιακός με καμία δύναμη, παρότι ήρθαν οι Ιταλοί να πληρώσουν κιόλας. Κι έτσι ήταν το τυχερό μου να μείνω στον Ολυμπιακό. Στον οποίο όμως πέρασα διά πυρός και σιδήρου διότι οι απαιτήσεις όσο γκολ βάζεις τόσα πολλά θέλουν. Εγώ έπαιξα δέκα χρόνια στον Ολυμπιακό και έβαλα 500 τόσα γκολ, 520-530, θέλανε να βάλω 1000. Εγώ βλέπω κάτι άλλους έχουν έρθει παίρνουν τεράστια ποσά, δεν πειράζει χαλάλι τους, είναι πως έρχονται τα πράγματα. Άλλος παίζει βάζει και πληρώνει κι από πάνω κι άλλος... Εγώ δεν κατηγορώ κανέναν, έτσι είναι στο γήπεδο, αυτοί που πάνε κυρίως στο γήπεδο του Ολυμπιακού είναι άνθρωποι πολύ άρρωστοι με την ομάδα, τους δικαιολογώ, δεν μπορούν να ανεχτούν, θέλουν τα πάντα δικά τους κι αν δεν πάνε όλα όπως τα θέλουνε νομίζω εκεί αρχίζει το πράγμα και σκληραίνει για όλους. Είναι μεγάλο βουνό με μεγάλες χαράδρες. Η Μίλαν με ήθελε και για να μην φανεί είχε βάλει την Λανερόσι. Ήταν εταιρίες με μετόχους από τότε και με έκρυψαν στα βουνά, βέβαια εγώ κάθισα στην Ιταλία ένα μήνα, δεν ήξερα και τη γλώσσα έπεσαν και τα πρώτα χιόνια, τρελάθηκα και ήρθα πίσω. Ήταν κι ένα παιχνίδι που πλησίαζε με τον Παναθηναϊκό και ήταν και η οικογένεια Λαναράδες που μας υποστήριζαν οικονομικά και με έπεισαν και ήρθα».
Ο Ανδρέας Σταματιάδης λέει για τον Σιδέρη:
«Πραγματικά ήταν ένας καταπληκτικός άνθρωπος, ένας δυναμικός και καλός ποδοσφαιριστής, επιθετικός, έβαζε εύκολα γκολ και μπορώ να πω ότι λίγο πριν φύγει για έξω εγώ ήμουν άρρωστος στο σπίτι και είχε έρθει να με δει γιατί είχαμε μια στενή φιλία ακόμα και με τους αντιπάλους μας. Και με ρώτησε κιόλας, Αντρέα έχω μια πρόταση να πάω στο εξωτερικό τί λες; Του λέω δεν το συζητάς καθόλου. Για μας τους Έλληνες θα είναι η πρώτη φορά που θα βγει ένας Έλληνας στο εξωτερικό και θα είναι υπερηφάνεια και τιμή για μας ένας συνάδελφος μας να παίξει στο εξωτερικό. Και πράγματι πήγε έξω και δικαίωσε και τη δική μου πρόταση αλλά και τον ίδιο του τον εαυτό».
Για τη δεύτερη δύσκολη περίοδο του στον Ολυμπιακό και τη μεταγραφή στην Αντβέρπ:
«Το 1970 με σταματήσανε, τότε χωρίς να είμαι αντιστασιακός που κάποιοι λένε, αλλά επειδή ήμουν ένας τύπος δύσκολος, δεν τα έβρισκα με κάποιους στρατιωτικούς, όχι με όλους, αλλά με πολλούς από αυτούς. Στο τέλος σταμάτησα εδώ πέρα δεν έπαιζε, έμεινα έναν χρόνο χωρίς να παίζω ώσπου στο τέλος πήγα στον Ασλανίδη για τον οποίο έχω καλή εντύπωση για αυτόν τον άνθρωπο, παρά κάτι άλλους. Και του λέω δώσε μου τη μεταγραφή να φύγω γιατί αυτό που κάνουν, δε με αφήνανε ούτε στο γήπεδο να μπω. Πήγα να μπω στο Καραϊσκάκη και μου λένε απαγορεύεται η είσοδος για σένα, τέτοιο πόλεμο νεύρων. Και γι' αυτό απογοητεύτηκε μετά... Έχω τουλάχιστον την ικανοποίηση που με βλέπει ο κόσμος και με χαιρετάει και δε χρειάζεται τίποτε άλλο. Είναι μεγάλη ικανοποίηση, ο κόσμος έχει ένστικτο που όπου και να πάω, ακόμα κι από άλλες ομάδες, ακόμα και Παναθηναϊκοί και ΑΕΚτζήδες με σέβονται. Γιατί βλέπουν ότι δεν έχω μπλέξει σε πολιτική, να κάτσω να ανακατευτώ. Είναι κακό ο παλιός αθλητής να μπει μέσα και να προκαλεί τον κόσμο για να κάνει και δεύτερη καριέρα σαν παράγοντας. Το πιστεύω είναι πολύ άσχημο. Πρέπει να φεύγεις και να σε θυμάται ο κόσμος. Και να φεύγεις την κατάλληλη στιγμή. Πήγα λοιπόν στον Ασλανίδη και του λέω δώσε μου μεταγραφή. Μιλάμε για σκλαβοπάζαρο. Τεράστιοι παίκτες που έχουν και σήμερα προβλήματα αδικήθηκαν γιατί υπήρχαν άλλοι που από μένα έπαιξαν πολύ πιο πολύ και προσέφεραν πιο πολλά».
Ο Νίκος Γιούτσος λέει για τον Σιδέρη:
«Εγώ το χάρηκα γιατί φεύγει ένας Έλληνας παίκτης και πάει στο εξωτερικό και θα έπαιρνε και κάποια λεφτά γιατί εδώ δεν υπήρχαν αυτά εδώ. Και υπογράφανε και κάποια συμβόλαια, ήταν επαγγελματίες, εμείς ήμασταν τίποτα, αφού δεν υπογράφαμε τίποτα ήμασταν ερασιτέχνες».
Για τις εμπειρίες του από το Βέλγιο:
«Εγώ όταν πήγα στο Βέλγιο κατάλαβα τον πολιτισμό του ποδοσφαίρου. Χτύπησα κάποια στιγμή σε ένα παιχνίδι και πήγαν να ανταπο?