«Δείξ’ του τι σημαίνει Έλληνας»
Ο 18χρονος Κυριάκος Παπαδόπουλος μίλησε στην «Ε» για τις μοναδικές στιγμές που ζει με τη Σάλκε και για την αξιοκρατία που υπάρχει στο εξωτερικό.
Αναλυτικά τα όσα είπε:
Εάν είχες μείνει Ελλάδα, πως τη φαντάζεσαι τη χρονιά σου; Καμιά δεκαριά ματς το πολύ;
«Δέκα; Δυόμισι πες. Άντε κι ένα Κύπελλο στον πρώτο γύρο, με κάποια ομάδα Γ’ Εθνικής. Και καμιά αλλαγή με τον Εργοτέλη στο Καραϊσκάκη, όμως, μόνο άμα το σκορ ήταν τρία- μηδέν».
Πόσες-πόσες είναι οι συμμετοχές σου, στόπερ και εξάρι;
«Μισές μισές, περίπου».
Τελείως διαφορετική η απαίτηση του κάθε ρόλου…
«Καμία σχέση. Εξάρι τρέχεις πολύ περισσότερο, παίζεις με την μπάλα, συμμετέχεις στην ανάπτυξη από πίσω…».
Στην προπόνηση, τι δουλεύεις περισσότερο; Σαν στόπερ ή εξάρι;
«Μόνο στόπερ».
Και πως παίζεις στους αγώνες, εξάρι; Δίχως προεργασία;
«Ακριβώς. Βλέπει ο προπονητής σε βάζει. Ξέρει να κρίνει καταλαβαίνει τα χαρακτηριστικά σου, δεν είναι χθεσινός στη δουλειά. Μ’ έβαζε ο Μάγκατ, ήλθε μετά ο Ράνγκνικ, έλειπα με την Ελπίδων, σε μια προπόνηση με είδε και μ’ έβαλε κι αυτός βασικό στο Ζανκτ Πάουλι κι από ‘κει κατευθείαν Σαν Σίρο. Στην Ελλάδα μόνον ο Κετσμπάια με πίστεψε κι είχε και τα κότσια, δεν φοβήθηκε να με βάλει. Όλοι του έκαναν κριτική γι’ αυτό τότε. Τον ευχαριστώ».
Απέναντι σε τύπους σαν τον Σνάιντερ, τον Καμπιάσο, τον Στάνκοβιτς, τον Tιάγκο Μότα, τον Ζανέτι, τύπους που τα ‘χουν κάνει όλα στη ζωή τους, πόσοι…δε θα ψάρωναν; Υπάρχει αυτό στο πραγματικό ποδόσφαιρο;
«Αν υπάρχει, λέει; Έχω δει πόδια να τρέμουν».
Όχι τα δικά σου, πάντως.
«Μπαίνει συνειδητοποιημένος, πανέτοιμος, συγκεντρωμένος στο εκατό τοις εκατό, τα δίνεις, δεν έχεις κάτι να χάσεις, ούτε που καταλαβαίνεις ότι η σειρά των γεγονότων μες το παιχνίδι είναι τρελή. Αυτά τα σκέφτεσαι μετά».
Ποιό, ακριβώς, ήταν το πλάνο; Οι ειδικές οδηγίες για σένα.
«Ο νούμερο ένας στόχος ήταν ο Σνάιντερ. Να του κόψουμε τις πάσες, για τον Ετό’ο και τον Μιλίτο. Αφού δεν έπαιξε τελικά ο Μετσέλντερ και πάλι ο προπονητής δε με γύρισε στόπερ, με άφησε στο κέντρο, γύρισε πίσω το Μάτιπ. Μου είπε, δώσε στον Σνάιντερ να καταλάβει τι σημαίνει Έλληνας».
Γερμανός σου είπε τέτοιο πράγμα; Δείξ’ του τι σημαίνει Έλληνας;
«Δεν το πιστεύεις, ε; Κι όμως, στη Γερμανία παίρνω σεβασμό πλέον. Το σεβασμό που παίρνεις όταν ο άλλος αντιλαμβάνεται τη δύναμη σου».
Θα ‘θελες να το ‘χεις βάλει εσύ το γκολ του Μάτιπ;
«Ο καθένας θα ‘θελε. Αλλά κι ο Μάτιπ που το ‘βαλε το ίδιο χαρούμενος είμαι. Υπερχαρούμενος. Μου την έπιασε την κεφαλιά, τι να κάνουμε, ο Ζούλιο Σέζαρ…».
Μέγας γκολκίπερ.
Ο δικός μας, ο Νόιερ, είναι ανώτερος. Ψηλός, δράκος κανονικός. Και γρήγορο. Και καλός με τα πόδια. Στην προπόνηση, παίζει μέσα και μας κάνει χαζούς. Άνετα παίζει χαφ στη δεύτερη κατηγορία της Γερμανίας και στις μισές ελληνικές ομάδες της πρώτης κατηγορίας».
Νούμερο ένα στον κόσμο, λες;
«Δεν λέω. Είναι».
Ο Μάγκατ έχει φήμη βασανιστή στην προπόνηση. Αλήθεια ή μύθος;
«Αλήθεια. Μια φορά, στην αρχή που μ’ έβλεπε να κουράζομαι στο ομαδικό τρέξιμο και να μένω πίσω, έδωσε στην ομάδα διήμερο ρεπό, αλλά εμένα εκείνες τις δυο μέρες μ’ έβαλε με το γυμναστή, τρεις ώρες, μιάμιση το πρωί ν’ ανεβοκατεβαίνω σκάλες κι άλλη μιάμιση το απόγευμα να τρέχω στο δάσος. Είχε δίκιο! Έτσι μ’ έφερε στα ίσα με τους υπόλοιπους».
Ο Ράνγκνικ; Αλλιώς;
« Ναι πιο ήσυχος. Πιο πολλή τακτική, όχι μόνο δύναμη και τρέξιμο, πιο πολύ ποδόσφαιρο, να ‘χουμε την μπάλα, ν’ αλλάζουμε γήπεδο, να φεύγουμε άφοβα μπροστά. Ο,τι είδες με την Ίντερ».
Ήλθε ο καιρός ν’ ανέβεις στους Άνδρες;
«Έπρεπε να έχει έλθει, όχι τώρα, πιο πριν. Στη Σάλκε παιζω! Αλλά και στις Ελπίδες, γουστάρω. Είναι εκεί ο Γεωργιάδης, απίστευτος άνθρωπος, νέος, κοντά στον πάικτη, με γνώση. Κανένα πρόβλημα».
Τα λέμε, πάλι, στον ημιτελικό…
«Ε ναι, τι; Πόσο πια να χάσουμε στη ρεβάνς;».