Παναγόπουλος: «Δεν γυρίζω στην Ελλάδα»
Ικανοποιημένος από τα πρώτα του... βήματα στην Σεβερίν της Ρουμανίας εμφανίστηκε ο Λεωνίδας Παναγόπουλος.
Ο Έλληνας τερματοφύλακας μίλησε στον ραδιοφωνικό σταθμό «NovaΣπορ FM» για την απόφασή του να δοκιμάσει την... τύχη του στο εξωτερικό, το ενδεχόμενο επιστροφής του στην Ελλάδα αλλά και τη ζωή στην Ρουμανία.
Συγκεκριμένα, ο δυναμικός άσος, μίλησε για:
Την απόφασή του να συνεχίσει στην Σεβερίν: «Σίγουρα είναι μια πρωτόγνωρη εμπειρία. Πήρα στα 25 χρόνια την απόφαση να αποχωρήσω από την Ελλάδα και να πάω σε μια άγνωστη χώρα, αφού όπως λέμε κανένας δεν άγιασε στον τόπο του».
Τις πρώτες του εντυπώσεις από την ομάδα του: «Εδώ τα πάω πάρα πολύ καλά έχω κερδίσει την εμπιστοσύνη όλων, του προπονητή (Τζέρι Κάνε), των συμπαικτών μου και του κόσμου. Με αυτά που πέρασα, δεν το σκέφτομαι για τα επόμενα τέσσερα πέντε χρόνια να γυρίσω πίσω στην Ελλάδα».
Την παρουσία του στον Βύζαντα Μεγάρων: «Μετά τον Πανιώνιο είδα ότι δεν γίνεται αλλιώς. Πρέπει να κατέβω μια κατηγορία για να πάρω παιχνίδια. Πήγα στον Βύζαντα άρχισα να χτίζω ξανά το όνομά μου, και τον χειμώνα μου δόθηκε η ευκαιρία από τον Αλέκο Αλεξανδρή».
Την ανταπόκριση από τους ανθρώπους στην Ρουμανία: «Από όταν ήρθα εδώ, με βοηθούσαν σαν να είμαι συμπατριώτης τους. Με δέχτηκαν από την αρχή κι αυτό ήταν πολύ σημαντικό. Είναι κι άλλα τρία ελληνόπουλα εδώ μαζί μου. Γνωρίστηκα και με τον Παντελή Καπετάνο, που ζει κι αυτός με την οικογένειά του στο Κλουζ και είναι πολύ ικανοποιημένος».
Την προσπάθεια της Σεβερίν στο πρωτάθλημα: «Η ομάδα μου μάχεται για τη σωτηρία και θα τα δώσουμε όλα. Το ρουμάνικο πρωτάθλημα είναι ανταγωνιστικό, αρκετά γρήγορο και τεχνικό. Έχω προσαρμοστεί και οι συνθήκες που συνάντησα είναι πολύ καλές. Η πόλη μοιάζει με ησυχαστήριο, δεν υπάρχουν οι πειρασμοί της Αθήνας».
Την κατάσταση στην Ρουμανία: «Εδώ ο κόσμος έχει μείνει σε μια άλλη εποχή, ζει πιο φτωχικά. Για να καταλάβετε βασικός μισθός είναι λίγο πάνω από τα 200 ευρώ. Και οι τιμές φυσικά είναι πιο χαμηλές. Για παράδειγμα ο καφές εδώ έχει ένα ευρώ και μια πίτσα έχει τέσσερα ευρώ».