Ένα κείμενο για την υπεράσπιση της τιμής της «καρμπονάρας» με κρέμα γάλακτος
Με μανιτάρια κονσέρβα και οποιοδήποτε αλλαντικό στη θέση του guanciale, η απαξιωμένη μακαρονάδα των παιδικών μας χρόνων αξίζει μια καλύτερη υστεροφημία.
Βάζοντας σε μια ιεραρχημένη λίστα τις αγαπημένες μου μακαρονάδες, η ελληνική «καρμπονάρα», η οποία δεν είναι και τόσο ελληνική, με κρέμα γάλακτος δεν καταφέρνει να μπει ούτε καν στη δεκάδα. Προτιμώ τη ρουστίκ απλότητα της αυθεντικής με τα αυγά, που βρίσκω και πιο εύκολη για όταν έχω late night munchies, αλλά ούτε και αυτή είναι στις πολύ αγαπημένες μου. Τούτων δοθέντων και λεχθέντων, είμαι ένας απόλυτα αντικειμενικός κριτής του φαινομένου και αν τύχει και διαβάζει κάποιος οργισμένος Ρωμαίος, ας σβήσει για λίγο τη φωτιά που ετοιμάζεται να ρίξει εμένα αντί για τα μπουκατίνι του. Eίμαι ένας die hard agent provocateur και αυτή είναι η απολογία μου για το πιάτο που έχει μόνο κρυφούς οπαδούς.
Η μακαρονάδα με κρέμα γάλακτος, μανιτάρια κονσέρβα και μπέικον, που ήταν κονσέρβα ζαμπονάκι στις πιο αυθεντικές τις εκδοχές, είναι ένα ιστορικό πιάτο για την αθηναϊκή και στη συνέχεια ελληνική μικροαστική εστιατορική σκηνή. Μας ήρθε από την Αμερική μαζί με τις πρώτες πιτσαρίες κάπου στη δεκαετία του ‘70 και ήταν τόσο ιταλική όσο και η λαδωμένη κι αφράτη πίτσα με γκούντα στο ταψάκι, δηλαδή καθόλου.
Μπορεί να έχουν απομείνει ελάχιστα τέτοια μαγαζιά, στην επαρχία κυρίως που καταφέρνουν να επιβιώνουν λόγω έλλειψης ανταγωνισμού σαν εξελικτικά απομεινάρια μιας δαρβινικής εξέλιξης, όμως αυτά τα μαγαζιά ήταν τα πρώτα που φιλοξένησαν που κατάφεραν να βγάλουν για πρώτη φορά μαζικά την ελληνική οικογένεια από το σπίτι και να κάνει μια έξοδο όπου η σύζυγος και μητέρα θα έτρωγε πιο ξεκούραστη και με λιγότερες έγνοιες.
Διαβάστε περισσότερα στο Ratpack.gr