Μύρωνας Σηφάκης: «Μαθαίνω από τα λάθη μου»
Έχει γράψει τη δική του ιστορία στο κρητικό ποδόσφαιρο, καθώς έχει κατακτήσει το Κύπελλο Ελλάδας με τη φανέλα του ΟΦΗ, ενώ ήταν ο «αρχιτέκτονας» της… αναγέννησης του Εργοτέλη. Ο λόγος για τον Μύρωνα Σηφάκη, τεχνικό ηγέτη του Ρούβα, ο οποίος ανέβηκε στην Football League 2.
Ο Κρητικός προπονητής, σε συνέντευξή του στο Onsports, μίλησε για τα στοιχεία που θα πρέπει να έχει μια ομάδα για να πρωταγωνιστήσει, στο ταλέντο των Κρητικών ποδοσφαιριστών, αλλά και στην… μεταβίβασή του από τον αγωνιστικό χώρο στους πάγκους.
Αναλυτικά, η συνέντευξη του Μύρωνα Σηφάκη:
Ποια είναι τα στοιχεία που έφεραν την άνοδο της ομάδας;
«Πρώτα από όλα η οικονομική ευρωστία της ομάδας για τα δεδομένα της κατηγορίας που αντανακλά στο πρόσωπο του κ. Κουτεντάκη, στη διοίκηση του Ρούβα και στους χορηγούς της ομάδας. Από εκεί και πέρα, οφείλεται στους ποδοσφαιριστές που είναι και οι πρωταγωνιστές και οι οποίοι με τον ερχομό το δικό μου και πέρα ανταποκρίθηκαν στις απαιτήσεις της κατηγορίας και έδειξαν μια σταθερότητα και μια αποτελεσματικότητα. Και εμείς το τεχνικό team κάναμε ό,τι μπορούσαμε, συν τον κόσμο της ομάδας που ήταν στο πλευρό μας».
Πόσο δύσκολο είναι σε αυτήν την κατηγορία μια ομάδα να πρωταγωνιστήσει και να χτυπήσει την άνοδο;
«Εάν έχει τις προϋποθέσεις που προανέφερα έχει τις βάσεις να διεκδικήσει το στόχο. Στην κατηγορία αυτή υπήρχαν δυο ομάδες που είχαν παρόμοια χαρακτηριστικά, απ’ ό,τι αποδείχτηκε. Η άλλη ήταν η ομάδα της Επισκοπής. Αυτά τα στοιχεία είναι σημαντικά. Για τη δική μου ομάδα μπορώ να πω ότι η εμπειρία και κάποια στοιχεία των παικτών και η προσωπικότητα βοήθησαν να υπάρχει μια καλή χημεία στην ομάδα με τα νέα παιδιά. Και πιστεύω ότι αυτά είναι τα χαρακτηριστικά που πρέπει να έχει μια ομάδα για να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις των στόχων που έχει βάλει. Υπάρχουν μεγαλύτερες απαιτήσεις, τώρα που η ομάδα βρίσκεται στη Γ’ κατηγορία. Φυσικά κάθε κατηγορία έχει άλλο επίπεδο και μεγαλύτερες απαιτήσεις. Πρέπει κάθε ομάδα που θέλει να βγει από το περιφερειακό να είναι έτοιμη να αντεπεξέλθει σε αυτές τις απαιτήσεις».
Έχει τη δυνατότητα η ομάδα να κρατηθεί στην κατηγορία και να κοιτάξει πιο ψηλά;
«Θεωρητικά μιλώντας, αν συνεχιστεί αυτή η υπευθυνότητα και η διάθεση από την αρχηγία της ομάδας, τον κ. Κουτεντάκη και τη διοίκηση της ομάδας, όλα μπορούν να γίνουν. Αυτό που χρειάζεται είναι πολλή δουλειά και χρόνος για να πας την ομάδα ένα επίπεδο παραπάνω σε όλα τα θέματα που αφορούν την οργάνωση, τον προγραμματισμό, τη στελέχωση, για να έχεις τη γνώση για να ξέρεις τι σε περιμένει. Βασικό ζήτημα είναι πρώτα το οικονομικό και όλα τα άλλα που ανέφερα για να γίνουν σωστές επιλογές και σωστή στελέχωση της ομάδας σε όλα τα επίπεδα».
Είστε ικανοποιημένος από το επίπεδο των παικτών της ομάδας;
«Από το υλικό που υπάρχει στην ομάδα για την κατηγορία που ήμασταν είμαι πάρα πολύ ικανοποιημένος. Για την επόμενη χρονιά, πρέπει να μάθω πώς σκέφτεται η διοίκηση για να μπορέσω να τοποθετηθώ».
Θεωρείτε ότι το κρητικό ποδόσφαιρο έχει ταλέντο;
«Αν θέλεις να σου απαντήσω σε αυτήν την ερώτηση θα σου παραθέσω το παράδειγμα του Εργοτέλη, που πριν από χρόνια ανέβηκε διαδοχικά τις κατηγορίες με ένα ρόστερ που βασιζόταν ουσιαστικά σε Κρητικούς. Το 80% των παικτών ήταν από την Κρήτη, από τη Δ’ Εθνική έως την Α’ Εθνική».
Ήταν αυτή η συνταγή για την άνοδο;
«Από ό,τι αποδείχτηκε ήταν και αυτό ένα από τα μυστικά και σίγουρα και η διοίκηση που υπήρχε τότε με τον κ. Τζώρτζογλου και τον κύριο Σουλτάτο ήταν όλα αυτά τα βασικά χαρακτηριστικά που προανέφερα κι όλα αυτά συνθέτουν το παζλ, που κάνουν μια ομάδα να μπορεί να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις».
Υπάρχει μέλλον για τον ΟΦΗ;
«Αν θέλουμε να είμαστε αισιόδοξοι, πάντα υπάρχει μέλλον. Είναι μια ομάδα με μεγάλη δυναμική. Το θέμα είναι αν θα περάσει όλα αυτά τα προβλήματα που τη βασανίζουν και ιδιαίτερα το οικονομικό. Αγωνιστικά για τη φετινή χρονιά είχε μια πάρα πολύ καλή ομάδα και η προσωπική μου εκτίμηση είναι ότι θα μπορούσε να πετύχει την απ’ ευθείας άνοδο στην Α’ Εθνική».
Πώς πήρατε την απόφαση να συνεχίσετε στο ποδόσφαιρο ως προπονητής;
«Όταν έπαιζα ποδόσφαιρο, δεν είχα σκεφτεί ποτέ ότι θα μπορούσα να γίνω προπονητής. Απλώς βρισκόμουν στο τέλος της καριέρας μου. Στα 35 μου πήγα στον Άγιο Νικόλαο στη Γ’ Εθνική με τον κ. Μάρη. Η ομάδα προσπαθούσε και την προηγούμενη χρονιά και τα δυο χρόνια που ήμουν εκεί σαν ποδοσφαιριστής να βγει στην Β’ Εθνική, αλλά δεν τα κατάφερε. Σε ένα παιχνίδι, λοιπόν, της δεύτερης χρονιάς που ήμουν εκεί υπήρχαν διαδοχικές αποχωρήσεις προπονητών και στο τελευταίο παιχνίδι, ο κ. Μάρης με παρακάλεσε να τον βοηθήσω να μην εκτεθεί η ομάδα και να κάνω τον προπονητή. Δεν το είχα αποφασίσει, αλλά ήταν επίμονος κι έτσι έγινε η αρχή. Την χρονιά ‘97-‘98 που ανέλαβα χρέη προπονητή καταφέραμε να ανεβούμε στην Β’ Εθνική. Την επόμενη χρονιά ’98-’99, είχαμε μια πολύ καλή εμφάνιση και τερματίσαμε 6οι. Και την τρίτη χρονιά βάλαμε ψηλά τον πήχη και προσπαθήσαμε να πάει η ομάδα στην Α’ Εθνική. Κάτι το οποίο αποδείχτηκε ότι δεν ήταν έτοιμοι να κάνουν και δεν υπήρχαν προϋποθέσεις. Και το Δεκέμβρη της τρίτης χρονιάς έληξε φιλικά η συνεργασία μας και από εκεί και έπειτα ξεκίνησα την προπονητική».
Υπήρξαν στιγμές που μετανιώσατε για κάποιες ενέργειες που είχατε κάνει ως παίκτης, βλέποντας διαφορετικά πια τα πράγματα από τη θέση του προπονητή;
«Πάντα ένας άνθρωπος που θέλει να μαθαίνει από τη ζωή του κάνει πράγματα σε νεαρή ηλικία που εκ των υστέρων αποδεικνύεται ότι δεν τα υπολόγισε σωστά και δεν συμπεριφέρθηκε σωστά. Μέσα από τη ζωή μαθαίνουμε και κανείς δεν μπορεί να γίνει σοφότερος, αν δεν κάνει λάθη. Βέβαια, υπάρχουν δυο κατηγορίες ανθρώπων: οι έξυπνοι λένε ότι μαθαίνουν από τα λάθη τους, αλλά οι εξυπνότεροι μαθαίνουν από τα λάθη των άλλων. Δυστυχώς, εγώ ανήκω στην πρώτη κατηγορία. Αλλά δεν μετανιώνω για τίποτα από αυτά που έχω κάνει στη ζωή μου».
Μετά τον Άγιο Νικόλαο πήγατε στον Εργοτέλη και κάνατε μια μεγάλη προσπάθεια στην ομάδα, που έφθασε να παίζει στην Super League. Η πορεία που έχει τώρα σας δικαιώνει για την επιλογή;
«Αν δεν το πίστευα δεν θα το κατορθώναμε. Είναι κάτι που το είχα σαν στόχο. Βέβαια, στην Ελλάδα δεν μπορείς να σχεδιάζεις πράγματα σε βάθος χρόνου. Ευτυχώς για εμάς τότε, όταν κερδίζει η ομάδα και πετυχαίνει πράγματα που δεν τα έχεις ως στόχο - πέρα από την πρώτη χρονιά που είχαμε στόχο την άνοδο, τις επόμενες δεν ξεκινούσαμε με αυτό στο μυαλό μας - απλώς η χημεία ήταν δυνατή, τα χρόνια συνεργασίας ήταν πολλά και μπορούσαν να περάσουν πολλά όσον αφορά την τακτική μας, όλα αυτά συνέβαλαν στο να βγει η ομάδα στην κατηγορία. Τώρα για το αν χαίρομαι, θα πω ότι φυσικά και χαίρομαι γιατί συμμετείχα κι εγώ σε αυτήν την προσπάθεια με τον δικό μου τρόπο».
Εσείς ήσασταν αρκετά χρόνια στον Εργοτέλη, τώρα και ο Καραγεωργίου είναι εξίσου πολλά χρόνια. Θεωρείτε ότι αυτό είναι το μυστικό της επιτυχίας της ομάδας; Ότι εμπιστεύεται κάποιους ανθρώπους μέχρι τέλους;
«Αυτό αποδεικνύεται εκ των πραγμάτων. Και είναι κάτι πρωτόγνωρο για τα ελληνικά δεδομένα, αν εξαιρέσουμε την εποχή του ΟΦΗ (σ.σ. με τον Ευγένιο Γκέραρντ), που είχε γίνει πρώτη φορά στην Ελλάδα και δύσκολα καταρρίπτεται. Φαίνεται πως αυτός είναι ο σωστός τρόπος για να μπορέσει να πηγαίνει μια ομάδα βήμα - βήμα και να εξελίσσεται. Εξάλλου, οι μεγάλες ομάδες στον κόσμο, όσες έχουν κρατήσει τους προπονητές τους για πολλά χρόνια και δυνατό παράδειγμα είναι η Manchester United, μένει σε καλό επίπεδο και εξελίσσεται προς το καλύτερο. Στην Ελλάδα αυτό το πράγμα δεν ισχύει, γιατί υπάρχει ένας παραλογισμός σε αυτόν τον τομέα. Κατά την προσωπική μου άποψη αυτό δεν ωφελεί τις ομάδες».
Υπάρχει κάποιο παιχνίδι που να έχει μείνει χαραγμένο στη μνήμη σας, κατά την πορεία σας ως προπονητής;
«Τα τελευταία παιχνίδια, γιατί η κάθε άνοδος του Εργοτέλη κρίθηκε στα τελευταία παιχνίδια. Μπορώ να πω, μάλιστα, ότι ορισμένα από αυτά κρίθηκαν στο τελευταίο λεπτό, όπως στο μπαράζ με τον Ακράτητο. Το παιχνίδι με τον Ακράτητο έχει μείνει στη μνήμη μου, το παιχνίδι με τον Αγροτικό Αστέρα, όταν ήμασταν στη Γ’ Εθνική, που με το 4-0 σφράγισε την άνοδό μας στη Β’ Εθνική. Αλλά το σημαντικότερο παιχνίδι ήταν την εποχή που είχα έρθει στον ΟΦΗ, το παιχνίδι με τον Λεβαδειακό όπου είχε γεμίσει το στάδιο με τους φιλάθλους του ΟΦΗ, οι οποίοι μας έδωσαν μια ώθηση και εκεί που όλοι μας είχαν ξεγράψει 11 αγωνιστικές πριν έρθω στην ομάδα, αλλά εμείς καταφέραμε να μείνουμε στην κατηγορία».
Καλύτερη στιγμή ως ποδοσφαιριστής;
«Δεν μπορώ να ξεχωρίσω τα επτά χρόνια που πέρασα στον ΟΦΗ και ήταν τα καλύτερα της καριέρας μου. Ήταν μια περίοδος σταθμός, ιδιαίτερα για τον ΟΦΗ, γιατί ήμουν εκεί από το 1985 ως το 1992, όταν ο ΟΦΗ είχε ανοδική πορεία και είχε φθάσει στην ακμή της πορείας του. Αν μπορώ να ξεχωρίσω κάποιο παιχνίδι, αυτό είναι το παιχνίδι του τελικού, που αποδείχθηκε ιστορικό, γιατί πέρασαν τα χρόνια και η ομάδα δεν μπόρεσε να ξαναπάρει ένα τέτοιο τίτλο».
Οι τίτλοι γεννούν φιλάθλους σε μια ομάδα; Της δίνουν δυναμική;
«Σίγουρα οι τίτλοι παίζουν καθοριστικό ρόλο και ειδικά για ομάδες που δεν είναι στην ελίτ του ποδοσφαίρου. Γι’ αυτές τις ομάδες σίγουρα είναι ιστορικές στιγμές».
Ο γιος σας ο Μιχάλης συνεχίζει την παράδοση;
«Νομίζω ότι την εξελίσσει προς το καλύτερο».
Είστε περήφανος για την πορεία του στο χώρο του αθλητισμού;
«Είμαι περήφανος και για τα τρία μου παιδιά. Και ειδικά για το Μιχάλη που στο χώρο του ποδοσφαίρου, πέρα από το αγωνιστικό κομμάτι, με τη συμπεριφορά, το ήθος και τη στάση του έχει κερδίσει την εκτίμηση του φίλαθλου κόσμου. Ο Μιχάλης Σηφάκης σε όλη του τη διαδρομή έχει αυτά τα χαρακτηριστικά και δεν έμοιασε στον πατέρα του, που ήταν παρορμητικός».
Θεωρείτε πως μπορεί να κάνει ένα βήμα παραπάνω για το εξωτερικό;
«Το εύχομαι. Θέλω να πραγματοποιήσει τους στόχους του και τα όνειρά του. Πιστεύω ότι τα υπόλοιπα θα φανούν στην πράξη».