Κνωσός, το κέντρο της Κρήτης
Το ανάκτορο της Κνωσού αποτέλεσε το σημαντικότερο κέντρο του μινωικού πολιτισμού.
Το ανάκτορο βρίσκεται περίπου 5 χιλιόμετρα νοτιότερα του Ηρακλείου και έπαιξε σημαντικό ρόλο στα γεγονότα της Αρχαίας Ελλάδας, κυρίως εξαιτίας της γεωγραφικής του θέσης, καθώς στο σημείο αυτό ενώνονται τρεις ήπειροι, η Ευρώπη, η Ασία και η Αφρική, με αποτέλεσμα να βρίσκεται στο επίκεντρο του τότε γνωστού κόσμου.
Γύρω από το ανάκτορο της Κνωσού δημιουργήθηκαν οικισμοί, οι οποίοι παρουσιάζουν οικονομική ακμή περίπου από το 2000 π.Χ. κυρίως λόγω της μεγάλης ανάπτυξης που παρατηρείται στο εμπόριο, στη ναυτιλία και τη γεωργία.
Το πρώτο ανάκτορο της Κνωσού, στο οποίο συνδέεται η μυθολογία με την πραγματικότητα, χτίστηκε λίγο μετά τα 1900 π.Χ. αποτελούμενο από πολυώροφα κτιριακά συγκροτήματα με αποθηκευτικούς χώρους, αυλές και χώρους λατρείας, ωστόσο γκρεμίστηκε περίπου 200 χρόνια αργότερα, κατά πάσα πιθανότητα από μεγάλο σεισμό.
Στα ερείπιά του αναγέρθηκε νέο πολυτελέστατο ανάκτορο με πολυώροφα συγκροτήματα από δύο μέχρι πέντε ορόφους με πολυάριθμα δωμάτια, λατρευτικούς χώρους, αποθήκες, αυλές, κλιμακοστάσια, διαμερίσματα, λουτρά, βιοτεχνικές εγκαταστάσεις και εργαστήρια, που οργανώνονται γύρω από μια κεντρική αυλή. Διακοσμούνται με ορθομαρμαρώσεις, πλακόστρωτα, περίτεχνες τοιχογραφίες, κονιάματα τοίχων και δαπέδου.
Το δεύτερο ανάκτορο υπέστη μερική καταστροφή γύρω στα 1450 π.Χ. όταν και εγκαθίστανται οι Μυκηναίοι στην Κρήτη, όπου λίγα χρόνια αργότερα, μια μεγάλη πυρκαγιά κατέστρεψε ολοκληρωτικά το μεγαλοπρεπέστατο παλάτι, περίπου 100 χρόνια αργότερα.
Στη διάρκεια της νεοανακτορικής περιόδου, όπου το βασίλειο της Κνωσού παρουσιάζει μεγάλη ακμή, η Κρήτη αποτελεί ένα από τα κέντρα του τότε γνωστού κόσμου. Μινωικά νομίσματα έχουν βρεθεί και εκτός Κρήτης, όπως στην Πελοπόννησο, στη Θήρα, στην Κύπρο, στην Τροία, στην Παλαιστίνη, στην Αίγυπτο και αλλού.
Οι πρώτες ανασκαφές, έγιναν από την Ηρακλειώτη Μίνωα Καλοκαιρινό, που φέρει το ίδιο όνομα με τον μυθικό άνακτα του βασιλείου και συνεχίστηκαν από τον Άγγλο Άρθουρ Έβανς, ο οποίος αποκάλυψε ολόκληρο το μεγάλο ανάκτορο της Κνωσού.
Το 1878 ο Μίνως Καλοκαιρινός διεξάγει τις πρώτες ανασκαφές στη Δυτική Πτέρυγα των Ανακτόρων της Κνωσού, ανακαλύπτοντας μεταξύ άλλων και την πρώτη πινακίδα σε Γραμμική Β Γραφή. Από τον πρώτο ήδη μήνα των ανασκαφών του στα ανάκτορα της Κνωσού ο ΄Αρθουρ Έβανς ανακάλυψε τα τρία είδη γραφής: την «Κρητική Ιερογλυφική», τη Μινωική Γραμμική Α και τη Μυκηναϊκή Γραμμική Β, εισάγοντας έτσι τη μινωική και τη μυκηναϊκή Κρήτη στο χώρο της ιστορίας.
Οι τρεις αυτές γραφές, που ήταν συλλαβικές, χρησιμοποιήθηκαν για διοικητικούς και θρησκευτικούς σκοπούς. Οι βασιλείς, οι ιερείς, οι γραφείς και οι διοικητικοί υπάλληλοι της Κνωσού χρησιμοποίησαν τα συστήματα αυτά για περίπου 800 χρόνια, προκειμένου να καταγράψουν οικονομικά στοιχεία, καταλόγους προσωπικού, αγροτικά προϊόντα, θρησκευτικές προσφορές. Η αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β από τον Μάικλ Βέντρις το 1952 διεύρυνε την ιστορία της ελληνικής γλώσσας κατά 7 περίπου αιώνες. Με τις γνωστές φωνητικές αξίες της Γραμμικής Β θεωρείται εφικτή η προσέγγιση και κατανόηση της Γραμμικής Α.