Κουφός: «Όλα άλλαξαν στην Ελευσίνα»
Ο ΑΓΟΡ μπορεί να μην είχε «χτιστεί» για να «χτυπήσει» την άνοδο στην Α1 ωστόσο έδειξε πως είχε τα προσόντα να το καταφέρει, σύμφωνα με τον Στέργιο Κουφό.
Το Onsports συνάντησε τον «αρχιτέκτονα» της ομάδας του Ρεθύμνου στο κλειστό γήπεδο «Μελίνα Μερκούρη» της Κρητικής πόλης και… ξετύλιξε το «κουβάρι» της φετινής περιόδου. Παράλληλα, συζητήσαμε με τον Έλληνα τεχνικό την επόμενη… μέρα στον ΑΓΟΡ, αλλά και την απόφασή του να ασχοληθεί με την προπονητική.
Πως θα περιγράφατε τη φετινή σεζόν με τον ΑΓΟΡ;
«Εμείς στον ΑΓΟΡ προσπαθήσαμε να δημιουργήσουμε μια ομάδα με βάθος τριετίας, που είχε στόχο να παραμείνει στην κατηγορία, να παίρνει νέα παιδιά και να εντάξει σε μια διαδικασία για να μπορέσουν να βοηθήσουν την ομάδα και ίσως να μπορέσουν να βρουν καλύτερο επαγγελματικό μέλλον. Όλα αυτά μέχρι τον Ιανουάριο. Ήταν το ματς στην Ελευσίνα που καταλάβαμε πως υπάρχουν διαφορετικοί στόχοι και η ομάδα δεν υπολείπεται σε τίποτα από κάποια άλλη ομάδα. Τότε σκεφτήκαμε γιατί να μην διεκδικήσει αυτό που της αξίζει; Εμείς δεν αλλάξαμε τίποτα. Κάναμε τις ίδιες προπονήσεις, συνεχίσαμε τη σκληρή δουλειά και να ζητάμε περισσότερα από τα παιδιά, συνεχίσαμε να κάνουμε σκάουτινγκ και ήρθαμε αντιμέτωποι με έναν νέο στόχο, τον οποίο κανένας μας δεν πίστευε, με εμένα πρώτο, χτίζοντας αυτή την ομάδα το περασμένο καλοκαίρι, πως θα μπορούσε να κοιτάξουμε την άνοδο στην πορεία της χρονιάς».
Στην ομάδα υπάρχει ένα οικογενειακό κλίμα, κάτι που είναι… γνώρισμα όλων των ομάδων που είχατε. Θεωρείτε πως αυτό είναι μυστικό;
«Η λέξη αγάπη είναι το μεγαλύτερο προσόν για έναν προπονητή και μια ομάδα, ίσως όχι για την Α1. Έχουμε το καλό να έχουμε πολλούς Έλληνες και είμαστε λίγο αποκομμένοι σε σχέση με ομάδες από την Αθήνα και τα μεγαλύτερα αστικά κέντρο. Ένα άλλο, δεν είναι μεγάλη πόλη το Ρέθυμνο, σίγουρα θα δεις έναν συνάδελφο ή έναν προπονητή και αυτό κάνει 100% μια ομάδα να είναι πιο δεμένη. Έχουμε επενδύσει στις λέξεις αγάπη, οικογένεια και ομάδα και νομίζω ότι δικαιωνόμαστε για την πορεία της ομάδας. Αυτό χτίζεται από τον προπονητή, αλλά μεγάλο ρόλο παίζει ο κόσμος και οι ντόπιοι διοικούντες. Με τη γνωστή κρητική φιλοξενία, που είναι μια μεγάλη αγκαλιά το Ρέθυμνο σε… αναγκάζει να μπεις στην ομάδα. Είναι το νούμερο ένα συστατικό και βαρόμετρο».
Που θα πρέπει να στηριχθεί η ομάδα για τη νέα αγωνιστική περίοδο στην Α1;
«Για την συγκεκριμένη ομάδα, επειδή κουβαλάει μαζί της ατασθαλίες από την προηγούμενη συμμετοχή στην Α1 και τα τελευταία δύο χρόνια από την Α2, πιστεύω πως προτεραιότητα είναι να εξυγιανθεί οικονομικά και κάποια στιγμή, θα πρέπει οι άνθρωποι να διαχειριστούν την δόξα και την επιτυχία. Τι σημαίνει αυτό; Την προηγούμενη φορά δεν τα καταφέραμε γιατί ήμουν κι εγώ μέλος για 4 αγωνιστικές, αλλά φορτώσαμε την ομάδα με ένα σκασμό χρέη. Ο Θεός μας δίνει μια δεύτερη ευκαιρία με την ομάδα. Στα αγωνιστικά, οι τρεις Αμερικάνοι που «δικαιούσαι» είναι το βαρόμετρο. Μπορεί να μην είναι εξαιρετικοί μπασκετμπολίστες, αλλά αν μπορείς να τους μπολιάσεις με την αγάπη και την οικογένεια, τότε μπορείς να διεκδικήσεις κάτι παραπάνω από την απλή παραμονή».
Με την άνοδο θα ήταν σωστό η αλλαγή φιλοσοφίας της ομάδας και σε αγωνιστικό επίπεδο;
«Αγωνιστικά δεν πρέπει να αλλάξεις την προπονητική φιλοσοφία. Νομίζω ότι έχει αποδεχθεί πως στον ΑΓΟΡ ταιριάζει η επιθετική φιλοσοφία. Δεν θα αλλάξει. Αλλά θα πρέπει να βρεις Αμερικάνους που θα μπορέσεις να κρατήσεις αυτή τη φιλοσοφία, γιατί η επίθεσή μας στηρίζεται στα pick and roll, στα τρίποντο και πολύ στο inside game για να μπορείς να σουτάρεις για τρίποντο. Δεν είναι εύκολο. Πρέπει να βρεις μπασκετμπολίστες που θα είναι έμπειροί και με συγκεκριμένα προσόντα.
Είχαμε ένα παιδί στον Ηλυσιακό τον Βοντίγκο Κάμινγκς, ήταν NBAer που ήταν μπακ απ του Άιβερσον, αλλά δεν μπορούσε το ξύλο της Α1. Στο δεύτερο γύρο, που κατάλαβε πως έπρεπε να παίζουμε πιο απλά, κράτησε την ομάδα στην κατηγορία και έκανε μερικά εξαιρετικά παιχνίδια.
Πως θα πρέπει να «χτιστεί» ο ΑΓΟΡ για να είναι ανταγωνιστικός τη νέα σεζόν;
«Πρέπει να είσαι τυχερός. Πρέπει να βρεις παιδιά, είτε είναι Έλληνες εξαιρετικής εμπειρίας, που θα έχουν πολλές γνώσεις να μας κρατήσουν στα δύσκολα, να πάρουμε τρεις Αμερικάνους με πολλά προσόντα και να τα εντάξουμε στην φιλοσοφία μιας επαρχιακής ομάδας. Αυτή είναι η σκέψη μου».
Τι χρειάζεται πλέον να κάνει η ομάδα;
«Επειδή έχω ζήσει με αυτή την ομάδα τον τελικό του Κυπέλλου που ήταν κάτι αναπάντεχο και μεγαλειώδες, δεν ξέρω αν είναι εφάμιλλο, γιατί τα παιδιά έχουν κάνει μεγάλη προσπάθεια. Τους είπα πως έχουμε ευθύνη να προσπαθήσουμε να κάνουμε τα αδύνατα δυνατά και να τα καταφέρουμε. Δεν περιμέναμε παιχνίδια των άλλων ομάδων και είχαμε την τύχη στα χέρια μας. Αυτή η άνοδος, με την φετινή οικονομική συγκυρία, νομίζω ότι ήταν πανάκεια και για τον λόγο αυτό λέω πως για τη φετινή πορεία του συλλόγου, ο MVP ήταν ο Κωστής Ζομπανάκης. Ήταν πολύ δύσκολες οι στιγμές, αλλά ήταν ο νούμερο ένα στυλοβάτης της προσπάθειας και όλα τα παιδιά ασχολήθηκαν μόνο με το μπάσκετ. Θα ήταν αδύνατο να είχε μπει στην διαδικασία της ανόδου. Θα μας είχαν καταβάλει τα προβλήματα».
Θεωρείτε πως υπάρχουν ομάδες που… χάνονται με την έλλειψη ενός χρηματοδότη;
«Πιστεύω πως αν υπάρχουν ομάδες, που δεν έχουν ένα στυλοβάτη, όπως είχαμε κι εμείς τότε είναι δύσκολα τα πράγματα. Εδώ προσφέρει και ο αγνός φίλαθλος. Έχουμε στήριξη από πολλούς χορηγούς. Αυτό είναι το πλάνο του ΑΓΟΡ σαν διοίκηση. Να μην ξεχνάμε ότι έχουμε την Motor Oil, την Creta Farm, το Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο, την Aegean, τον Δασκαλαντωνάκη και τα ξενοδοχεία. Υπάρχουν εταιρίες κολοσσοί. Και αξίζουν συγχαρητήρια στον Τριαντάφυλλο που είναι αυτός που κάθε μέρα τρέχει για να μπορούμε να καρπωνόμαστε εμείς και να έχουμε το μυαλό μας μόνο στο μπάσκετ».
Που πιστεύετε πως είναι καλύτερο για να δουλέψει ένας προπονητής; Στην Αθήνα που έχει μεγαλύτερη προβολή ή στην περιφέρεια που υπάρχουν διαφορετικές συνθήκες;
«Είναι ακριβώς όπως το είπες. Η Αθήνα προσφέρει μεγαλύτερη προβολή, αλλά εδώ υπάρχουν οι κατάλληλες συνθήκες να εργαστείς όπως θέλεις. Ένα παραπάνω που έχω εγώ το Ρέθυμνο. Έχω δεθεί με τον κόσμο. Αισθάνομαι πως είναι δικοί μου άνθρωποι. Υπάρχει μια χημεία και δίνει κάτι παραπάνω στην ομάδα για να πετύχουμε τους στόχους μας».
Γνωρίζετε πολύ καλά την ομάδα. Θεωρείτε πως ο ΑΓΟΡ βρίσκεται σε υψηλό επίπεδο;
«Ο ΑΓΟΡ δεν έχει κανένα παιδί. Ίσως να έχει ένα ή δύο. Μην ξεχνάς πως η ομάδα έχει βγάλει τον Κοκολάκη, μετά από 10 χρόνια έβγαλε τον Γκαγκαουδάκη και τώρα έπαιξε ένας πιτσιρικάς στην Εθνική παίδων. Από εκεί και πέρα, τίποτα. Υπάρχει το εξής. Μόλις τα παιδιά πάνε 16-17 χρονών μπαίνουν στην διαδικασία του διαβάσματος για τις Πανελλήνιες και αυτομάτως το μπάσκετ μπαίνει σε δεύτερη μοίρα. Τα παιδιά δεν είναι συνειδητοποιημένα. Χρειάζονται πολλές θυσίες για τα παιδιά. Είναι και λίγο καλοπερασάκηδες. Όποιος δεν είναι φυγόπονος και έχει ταλέντο και δουλειά, που μπορεί να κρύψει ελαττώματα ή να σε αναδείξει σε κάτι μεγάλο. Ακόμα και η εικόνα πρότυπο του Διαμαντίδη στο θέμα δουλειά, ή των Γκάλη και Γιαννάκη στο παρελθόν. Τώρα θα πρέπει ένας μικρός να ασχοληθεί επαγγελματικά. Αν τους πεις να δουλέψουν, θα πουν ότι δεν ξέρουν αν ο προπονητής το χαλάσει ή κάνει καλοκαιρινή προπόνηση, ίσως δεν πρέπει. Και ξαφνικά οι γονείς έχουν άποψη».
Πως πήρατε την απόφαση να ασχοληθείτε με την προπονητική;
«Από όταν έπαιζα κατάλαβα ότι θα γίνω προπονητής και δεν είναι τυχαίο πως το δίπλωμα του προπονητή το πήρα όταν ήμουν 21 ετών. Μάλιστα αμέσως είχα επιτυχία, καθώς ανέβηκε ο Χολαργός από την πέμπτη κατηγορία στην τέταρτη και ήταν παράλληλα με το μπάσκετ που έπαιζα στον Παπάγο. Τότε βέβαια δεν φανταζόμουν, ότι κάποια στιγμή θα κάνω καριέρα ως παίκτης στην Α1. Αλλά είχα το μεράκι από τότε. Ασχολιόμουν με τους προπονητές όταν μας μίλαγαν, για να μπορώ να παίρνω κομμάτια από αυτά που έλεγαν και να τα χρησιμοποιώ, να τα αναλύω στο μυαλό μου το βράδυ και να μπορώ να του έχω απορίες και να προσπαθούμε να βρούμε λύσεις. Έτσι ξεκίνησε η καριέρα μου. Είμαι κοντά στα 25 χρόνια προπονητής και ειλικρινά αισθάνομαι πάρα πολύ τυχερός που ο Θεός μου έχει δώσει τόσες διακρίσεις και υπηρετώ από τον ρόλο του προπονητή το μπάσκετ.
Θεωρείτε πως η Ελλάδα έχει ταλέντο, καθώς τα τελευταία χρόνια βλέπουμε μια δυσκολία παραγωγής παικτών…
«Η αλυσίδα που γίνεται για να βγει ένας καινούριος παίκτης είναι η εξής: Πρώτον είναι η επιτυχία της Εθνικής ομάδας. Δεύτερον είναι η συλλογική επιτυχία κάποιων ομάδων και αυτό πάντα συντηρεί να θέλουν νέα παιδιά να ασχοληθούν με το μπάσκετ. Δόξα τω Θεώ και η Εθνική έχει επιτυχίες και σε συλλογικό επίπεδο είμαστε πάρα πολύ καλυμμένοι τα τελευταία 23 χρόνια».
Οπότε το Ευρωπαϊκό του 1987 ήταν σημαντικό για την ανάπτυξη του μπάσκετ στην Ελλάδα…
«Σίγουρα. Θυμάμαι τότε πως ο κόσμος είχε βγει έξω και όλοι οι μικροί ήθελαν να παίξουν μπάσκετ. Και δεν είναι τυχαίο η λατρεία του κόσμου σε αυτή τη 12άδα, ακόμα και τώρα που μιλάμε. Γιατί η Εθνική είναι η επίσημη αγαπημένη των Ελλήνων και το έχει αποδείξει, κάνοντας μόνο επιτυχίες. Αυτό είναι το πιο σημαντικό από όλα. Υπήρξε ένα ρήγμα στην Α1 με την ύπαρξη πολλών ξένων παικτών και υψηλών στόχων και νομίζω ότι οι ομάδες ξεκίνησαν να βάζουν πολλά παιδιά και κυρίως κοινοτικά, γιατί οι ξένοι χρειάζονται στις ομάδες».
Ως ξένους αναφέρεστε κυρίως στους Αμερικάνους;
«Οι Αμερικάνοι χρειάζονται στην ομάδα και της αλλάζουν επίπεδο. Αλλά οι κοινοτικοί, δεν νομίζω ότι ήταν απόλυτα αναγκαίοι, τουλάχιστον στον συνολικό βαθμό που υπήρχαν στις ομάδες. Έτσι, άρχισε να γίνεται μια μη παραγωγική διαδικασία από εμάς, ήδη και τώρα που μιλάμε, νομίζω ότι υπάρχουν κάποιες φουρνιές στην παίδων ή την εφήβων που ούτε καν αγγίζουν τις επιτυχίες που είχαμε στο παρελθόν.
Ένα άλλο που θεωρώ πως έφερε στη μη παραγωγή παικτών, ήταν το γεγονός πως έχει φτάσει τόσο ψηλά το επίπεδο του ελληνικού μπάσκετ, όσον αφορά τις δύο πρώτες ομάδες, τον Παναθηναϊκό και τον Ολυμπιακό, το να διεκδικείς την Ευρωλίγκα και να διεκδικείς το μετάλλιο με την Εθνική σε Παγκόσμια τουρνουά που χρειάζονται πολλές θυσίες από τα παιδιά. Υπάρχει μια φουρνιά 100 παιδιών, αλλά σπάνια μπορούν να μπουν καλά παιδιά στις ομάδες. Για αυτό λέμε πως οι Διαμαντίδης, Σπανούλης και Παπαλουκάς είναι αναντικατάστατα στην Εθνική. Πέραν από αυτούς δεν υπάρχει ούτε στο ελάχιστο κάποιος που να μπορεί να αντικαταστήσει αυτά τα παιδιά, λόγω του επιπέδου που παίζουν αυτοί οι παίκτες».
Στη μη παραγωγή παικτών ευθύνονται και οι προπονητές;
Πιστεύω ότι πάρα πολύ μεγάλο θέμα έχουμε με τους προπονητές, αλλά έχω την αίσθηση ότι όταν το πρωτάθλημα της Α1, πριν από 10 χρόνια, λέγαμε πως ήταν το καλύτερο στην Ευρώπη, ξεκινάει και δεν υφίσταται η λέξη προπονητής τότε υπάρχει πρόβλημα. Γιατί εάν ζητήσεις να μάθεις αν υπάρχει μίνιμουμ καταβολή από μια ομάδα σε έναν προπονητή, αν υπάρχουν συμβόλαια… Δεν υπάρχει τίποτα από όλα αυτά. Ούτε ο Ομπράντοβιτς, ούτε ο Ίβκοβιτς, ούτε κάποιος άλλος προπονητής στην Α1 δεσμεύεται υποχρεωτικά με συμβόλαιο. Αν θέλει η ομάδα κάνει συμβόλαιο. Ακόμα κι ο ΕΣΑΚΕ, έχει τον προπονητή ως μη γενόμενο. Αν θέλουν οι ομάδες καταθέτουν συμβόλαιο και αυτό απαξιώνει τον προπονητή. Αυτόματα, δεν μπαίνει στην διαδικασία να βάλει ένα νέο παιδί να παίξει και να το στηρίξει. Για αυτό προτιμά μια μεσοβέζικη λύση με τους ξένους παίκτες.
Αυτό είναι δύσκολο και για μένα και τα τελευταία δύο χρόνια στον Ηλυσιακό ήταν δύσκολο, αλλά δεν ήταν μόνο δική μου επιλογή, αλλά και συνειδητή επιλογή της διοίκησης το να πορεύεται έτσι. Θέλω να πω πως αν σε αναγκάσει η διοίκηση του συλλόγου να δείξεις, ανεξαρτήτου αποτελέσματος, τόσο εμπιστοσύνη στα νεαρά παιδιά, μόνο τότε μπορεί να το κάνει ο προπονητής. Για αυτό ο Ηλυσιακός είναι η μοναδική ομάδα που τα τελευταία χρόνια έχει δώσει καινούριους αθλητές όπως τον Φώτση, τον Περπέρογλου, τον Βουγιούκα, τον Ιωάννου, τον Παπανικολάου, τον Αθανασούλας και σίγουρα κάποιον ξεχνάω. Όλα αυτά τα παιδιά βγήκαν από αυτή τη συγκεκριμένη ομάδα γιατί συνειδητά προσπαθεί, ανεξαρτήτως κόστους να κάνει νέους αθλητές. Για αυτό και όλα τα νεαρά παιδιά θέλουν να πηγαίνουν εκεί. Εμείς πετύχαμε ένα μεγάλο στόχο πέρυσι, γιατί κρατήθηκε ο Ηλυσιακός στην κατηγορία και κλήθηκαν τέσσερα παιδιά, οι Μπόγρης, Αθηναίου, Αθανασούλας, Παπανικολάου και έμεινε στην κατηγορία».