Το ντέρμπι που απάντησε και «απέδειξε»
Ήταν πραγματικά ένα ντέρμπι «αποδείξεων» αυτό που έγινε στο ΟΑΚΑ. Καθώς ανεξάρτητα από το τελικό αποτέλεσμα, βοήθησε να φανούν και να αποδειχθούν ταυτόχρονα μια σειρά πράγματα. Μια σειρά πράγματα, που όποιος τολμούσε να τα υποστηρίξει λίγο καιρό πριν, στην καλύτερη θα τον κοίταγαν σαν να ήρθε από άλλο πλανήτη σ’ αυτή τη χώρα.
Κατ’ αρχάς και το βασικότερο. Αποδείχθηκε περίτρανα, ότι είναι εντελώς πλασματική από πλευράς αξίας των ομάδων, η διαφορά των δεκαέξι βαθμών στη βαθμολογία ανάμεσά τους.
Κι αυτό με τη σειρά του, απέδειξε, ότι ο Παναθηναϊκός ή έστω όσοι αποφάσιζαν ή επηρέαζαν αντίστοιχα αποφάσεις, εγκλημάτησαν στην κυριολεξία με την εντελώς παράλογη και αντιποδοσφαιρική επιμονή στον Φερέιρα.
Δεν είναι ότι ο Παναθηναϊκός αυτή τη στιγμή πετάει ξαφνικά ή έγινε σούπερ ομάδα. Αλλά το ότι είναι πια ξανά ομάδα. Ομάδα στην οποία τώρα ναι, πραγματικά μπορείς να κάνεις κριτική, να δεις και να εντοπίσεις αδυναμίες, ελλείψεις ή οτιδήποτε άλλο.
Όλα αυτά που συζητάγαμε και είχαμε καθιερώσει ως κανόνες στον Παναθηναϊκό το προηγούμενο διάστημα, καταλαβαίνει πια κάθε λογικός άνθρωπος πως ήταν άνευ πραγματικού αντικειμένου.
Φτάσαμε στο απίστευτο σημείο, να χρεώνουμε σε έλλειψη ικανού έμψυχου υλικού τις ήττες από τον Πανθρακικό και τις ισοπαλίες με τα Γιάννινα.
Το να χρεώσεις σ΄ αντίστοιχες ελλείψεις και κενά, το ότι παρά την απόδοσή σου δεν πήρες την πρόκριση με την Τότεναμ, ή παρά το ότι πάτησες τον ΟΣΦΠ δεν πήρες τη νίκη, αυτό έχει λογική. Αλλά όχι εκείνες οι απίστευτες σαχλαμάρες με τις οποίες πορεύθηκε για καθαρά επικοινωνιακούς λόγους με την πλήρη αγωνιστική ανυπαρξία ο Παναθηναϊκός εκείνους τους μήνες. Μια πορεία που μέχρι στιγμής του κόστισε ένα άδοξο ευρωπαϊκό αποκλεισμό και το τελείωμα αμαχητί μια χρονιάς στο ελληνικό πρωτάθλημα, πριν καν αυτό αρχίσει.
Τέλος πάντων. Το ποδόσφαιρο έτσι κι αλλιώς, αργά ή γρήγορα δίνει τις απαντήσεις του. Το θέμα είναι μόνο να τις καταλαβαίνεις και να τις σέβεσαι.
Και μ’ αυτό να περάσουμε στο ντέρμπι του ΟΑΚΑ.
Το πρώτο συμπέρασμα, είναι ότι ο Παναθηναϊκός δικαιούταν τη νίκη. Και τη δικαιούταν, όχι μόνο γιατί έπαιξε με περισσότερο πάθος ή την ήθελε περισσότερο όπως συνηθίζουνε να λένε όλοι σ’ αυτές τις περιπτώσεις, αλλά γιατί ήταν καλύτερος από καθαρά ποδοσφαιρική άποψη μέσα στο αγωνιστικό χώρο.
Πήρε νωρίς-νωρίς τα ηνία του αγώνα και το σημαντικότερο, παρά το μπλακ-άουτ της δεξιάς αμυντικής πλευράς του που έφερε σε πολύ λίγο χρονικό διάστημα το 1-2, διέψευσε όλους όσοι περίμεναν ότι κάπου εκεί τελείωσε η σεμνή τελετή.
Η σεμνή τελετή, όχι μόνο δεν τελείωσε εκεί, αλλά πήγε στην κυριολεξία να γίνει «άσεμνη» με την αντίδραση του Παναθηναϊκού, ειδικά στο δεύτερο ημίχρονο.
Το σημαντικότερο κατά την γνώμη μου, ήταν ότι ακριβώς μετά το γκολ του Τοτσέ και ειδικά στο τελευταίο δεκάλεπτο, ήταν ο Παναθηναϊκός αυτός που έδειξε να μην είναι ικανοποιημένος από την ισοπαλία και πάλεψε με πάθος, αλλά και με ποδοσφαιρική λογική και ψυχραιμία για το γκολ της νίκης.
Σε ό,τι έχει να κάνει τώρα με τα σημεία που έκριναν την πλάστιγγα του αγώνα.
Ο Παναθηναϊκός στο μεγαλύτερο μέρος του αγώνα, παρά το ντεσαβαντάζ ότι οι Λάζαρος μέχρι τα μισά του δευτέρου ημιχρόνου και Σισοκό σε όλο σχεδόν το παιχνίδι, δεν μπήκαν ποτέ στη μάχη για την κυριαρχία στο κέντρο και στην κατοχή μπάλας, κατάφερε να αξιοποιήσει το «δώρο» του Ζαρντίμ, που ήταν η χρησιμοποίηση του Ιμπαγάσα στη μεσαία γραμμή από την αρχή του αγώνα.
Πιθανόν να έχετε ακούσει ή να έχετε διαβάσει ήδη και να ακούσετε ή να διαβάσετε από αύριο, ότι ο Ιμπαγάσα ήταν πάλι ο κουμανταδόρος του ΟΣΦΠ, αυτός που με σοφία του κοντρόλαρε το παιχνίδι και όλα τα σχετικά. Μια προσεκτική ματιά στο παιχνίδι, όμως, για όσους έχουν αυτή τη δυνατότητα ή μια προσπάθεια να ξαναθυμηθεί ο καθένας μας το παιχνίδι όσο αυτό είναι δυνατόν, θα δείξει ανάγλυφα το ότι ο Παναθηναϊκός, παρά το ντεσαβαντάζ που αναφέραμε, κυριάρχησε σχετικά εύκολα στο χώρο του κέντρου.
Εκεί που ο ΟΣΦΠ δεν είχε τα τρεξίματα και τα μαρκαρίσματα που θεωρητικά θα απαιτούσε ένα τέτοιο παιχνίδι και απαίτησε τελικά όχι μόνο το παιχνίδι, αλλά και τα εντυπωσιακά τρεξίματα του Παναθηναϊκού σε όλο τον χώρο του γηπέδου.
Εκεί λοιπόν, ο Παναθηναϊκός απέκτησε μια υπεροπλία και το πάνω χέρι στο παιχνίδι, που δεν το περίμενε. Κι αυτό σε συνδυασμό με την εξαιρετική απόδοση κάποιων στελεχών του και κυρίως των Μαυρία, Ζέκα και Σπυρόπουλου, του έδωσε το πάνω χέρι συνολικά στο παιχνίδι.
Εξαίρεση σε όλα αυτά, εκείνο το διάστημα που στη δεξιά πλευρά της αμυντικής διάταξης του Παναθηναϊκού, ο Μαυρίας δεν προλάβαινε να καλύπτει και την κακή μέρα του Σεϊταρίδη, με αποτέλεσμα ο ΟΣΦΔΠ να βρίσκει από εκεί χώρους και κενά που είχαν διπλό αποτέλεσμα.
Από τη μια δημιουργούσε με άνεση επιθέσεις και ρήγματα και από την άλλη αποδιοργάνωνε την αμυντική διάταξη και λειτουργία του Παναθηναϊκού, καθώς αναγκάζονταν τα στόπερ και κυρίως ο Τριανταφυλόπουλος να τραβιούνται συνεχώς δεξιά και στους χώρους που θεωρητικά έπρεπε να είναι ο Σεϊταρίδης.
Γεγονός που είτε δημιουργούσε τεράστια κενά στο κέντρο της άμυνας, είτε όπως στη φάση του πρώτου γκολ, έκανε τα στόπερ του Παναθηναϊκού να βρίσκονται εκτός θέσεως ή με όχι ξεκάθαρο τοποθέτηση και ρόλο στις σέντρες που γίνονταν.
Τέλος και σε ό,τι έχει να κάνει με τη διαχείριση του παιχνιδιού από τους πάγκους, για τον Ζαρντίμ ανέφερα ήδη το βασικότερο κατά την προσωπική μου γνώμη λάθος.
Απ’ την άλλη, ο Ρότσα το πήγε καλά το παιχνίδι με μοναδικές ενστάσεις όχι τόσο μεγάλης σημασίας αλλά που ίσως να έπαιξαν ρόλο σε επίπεδο λεπτομερειών, το ότι έμεινε όπως και στο Λονδίνο σε όλο το παιχνίδι ο Σισοκό μέσα, παρ’ ότι εμφανώς δεν ακολουθούσε το παιχνίδι και το ρυθμό του, ενώ μάλλον δεν υπήρχε λόγος στα τελευταία δέκα λεπτά να αλλάξει ο Τοτσέ, μόνο και μόνο λόγω ρέντας μετά το γκολ που είχε πετύχει πριν λίγα λεπτά.
Βέβαια ξαναλέμε, ότι αυτά είναι λεπτομέρειες και κυρίως λεπτομέρειες και παρατηρήσεις εκ των υστέρων, που δεν αλλάζουν την ουσία.
Και η ουσία είναι, ότι αυτός ο διαφορετικός Παναθηναϊκός, ασφαλώς και πιστώνεται εκτός από το προφανές, την απομάκρυνση και απουσία δηλαδή του Φερέιρα, στην παρουσία και την προσπάθεια που κάνει με τους παίκτες του ο Χουάν Ραμόν Ρότσα.