Τοτσέ, Καρνέζης και το ημίχρονο του «δεν μπορώ»
Κάποτε και όχι πολύ παλιά, τα ντέρμπι ανάμεσα σε Παναθηναϊκό και ΑΕΚ, παραδοσιακά ήταν παιχνίδια που παιζόταν καλή μπάλα. Σε όποια κατάσταση και αν βρισκόταν στην συγκεκριμένη στιγμή η κάθε μια από τις δύο ομάδες.
Το να απαιτούσες πριν το παιχνίδι, να συνεχίσουν την συγκεκριμένη παράδοση οι σημερινές δύο ομάδες του Παναθηναϊκού και της ΑΕΚ, θα κινιόταν μάλλον στην σφαίρα της επιστημονικής φαντασίας.
Μοιραία λοιπόν, το ενδιαφέρον στο συγκεκριμένο «ντέρμπι» είχε περιοριστεί στο καθαρά βαθμολογικό του ενδιαφέρον.
Κι εκεί ήταν που επικεντρώθηκαν άλλωστε και οι δύο ομάδες στην διάρκεια του αγώνα. Εκεί που ο Παναθηναϊκός πήρε την νίκη, χάρις στο υπέροχο γκολ - ξανά - του Τοτσέ και την σταθερότητα του Καρνέζη.
Μια νίκη δίκαια φυσικά, καθώς αυτή η ΑΕΚ δεν ήταν σε θέση να απειλήσει ούτε τον… εαυτό της.
Μια νίκη που ήρθε με καρμπόν τρόπο των τελευταίων αγώνων του Παναθηναϊκού, με μοναδική διαφορά ότι αυτή την φορά είχε απέναντί του την πιο αδύναμη ομάδα που αντιμετώπισε φέτος, με αποτέλεσμα αυτή τη φορά να είναι αρκετά τα δύο πράγματα που προαναφέραμε.
Η ρέντα και η ικανότητα για να μην τον αδικούμε κιόλας, του Τοτσέ στο σκοράρισμα και η συνεχιζόμενη σταθερότητα και καλή απόδοση του Καρνέζη.
Σ’ αυτό αρχίζει και τελειώνει ουσιαστικά κάθε αναφορά στο συγκεκριμένο παιχνίδι. Με μια επί πλέον επισήμανση ίσως, την προφανή που είδε όλος ο κόσμος, ότι δηλαδή στο πρώτο ημίχρονο κάτι πήγε να γίνει και να παιχθεί στοιχειωδώς λίγη μπάλα, ενώ στο δεύτερο εγκατέλειψαν την… οδυνηρή αυτή απόπειρα και οι δύο ενδεκάδες.
Πάντως ειλικρινά και πέρα από κάθε υπερβολή. Αυτό που είδαμε στο δεύτερο ημίχρονο του αγώνα, δεν νομίζω ότι είχαμε την «ευκαιρία» να το δούμε πολλές φορές. Και δεν εννοώ πολλές φορές αναφερόμενος σε αγώνες Παναθηναϊκού-ΑΕΚ, αλλά γενικά πολλές φορές.
Ήταν το ημίχρονο πολύ απλά του «δεν μπορώ».
Ο ένας δεν μπορούσε στοιχειωδώς να προσπαθήσει για να πετύχει δεύτερο γκολ και να τελειώσει το ματς. Κι ο άλλος δεν μπορούσε γενικώς, όχι μόνο να προσπαθήσει να σκεφτεί τουλάχιστον, ότι θα μπορούσε να ισοφαρίσει.
Όσο και αν αναζητήσεις αιτίες, αφορμές, δικαιολογίες και ότι άλλο μπορεί να σκεφτεί ο καθένας μας, δεν βρίσκεις.
Υπήρχε μάλιστα κάποια στιγμή εκεί προς τα τέλη του αγώνα, που ήταν τόσο τραγικές οι απόπειρες να παίξουν μπάλα και οι δύο ομάδες που δεν ξεχώριζες τις φάσεις που έγιναν… λόγω φερ-πλέϊ, από τις πανομοιότυπες φάσεις που έγιναν λόγων απίστευτων λαθών των ποδοσφαιριστών των δύο ομάδων.
Από κει και πέρα, δεν υπάρχουν πολλά να πεις. Κι όποιος επιχειρήσει να πει περισσότερα, ή ακόμα χειρότερα να προσπαθήσει να στηρίξει και… συμπεράσματα πάσης φύσεως κιόλας με βάση το νικηφόρο αποτέλεσμα, λυπάμαι που αναγκάζομαι να το ξαναπώ, αλλά πολύ απλά δουλεύει αυτούς στους οποίους απευθύνεται.
Και κάτι τελευταίο.
Δεν ξέρω αυτή την στιγμή τι γίνεται με τις περιπτώσεις των Κουίνσι και Λάζαρου, που όπως ακούσαμε στο ρεπορτάζ του αγώνα, αποχώρησαν λόγω ενοχλήσεων και τραυματισμών. Αλλά αν είναι και αυτών κάτι σοβαρό, τότε πραγματικά κάποιος θα πρέπει να εξηγήσεις με λίγο σαφήνεια, τι ακριβώς έχει γίνει σ’ αυτή την ομάδα και όποιος επιχειρήσει να κάνει δύο σπριντ παραπάνω από τα… αναμενόμενα, πέφτει κάτω και μετά ψάχνουμε κάτι βδομάδες να τον ξαναδούμε.
Πάντως και επειδή και να θέλεις να αγιάσεις δεν σ’ αφήνουν τελικά, αν αυτά που είδαμε στο πρώτο ημίχρονο, ήταν αυτά που ήθελε από την ομάδα του να δει ο Φερέιρα αφού όπως επί λέξει είπε στις δηλώσεις του αμέσως μετά την λήξη του αγώνα στο συνδρομητικό «…στο πρώτο ημίχρονο παίξαμε καλά και όπως θα ήθελα…», τότε πραγματικά.
Πραγματικά δεν ήταν έκπληξη η εικόνα στο δεύτερο.