Μπαρτζώκας: «Δε θα ξεχάσω ποτέ όσα συνέβησαν στο πάρκινγκ»
Ο Γιώργος Μπαρτζώκας στάθηκε στο γεγονός ότι δεν θα ξεχάσει όσα έγιναν στον πάρκινγκ που έφεραν την απομάκρυνση του από τον Ολυμπιακό
Διαβάστε εδώ όλη την συνέντευξη:
Όσο αντιφατικό και αν ακούγεται δεδομένης της φύσης του επαγγέλματός του, ο Γιώργος Μπαρτζώκας απεχθάνεται τη δημόσια έκθεση και ακόμη περισσότερο την αυτοπροβολή.
Ωστόσο, η διαδρομή του εντός και εκτός παρκέ φανερώνει πολλά για εκείνον, ενδεχομένως πολλά περισσότερα από όσα θα επιθυμούσε.
Ο προπονητής του Ολυμπιακού δέχθηκε -κατόπιν πιέσεων φυσικά!- να αφηγηθεί μέσω του «We Are Olympiacos» κάποιους από τους σημαντικότερους σταθμούς της ζωής του, από την παιδική του ηλικία ως το σήμερα.
«Μάθε παιδί μου γράμματα…»
Ο άνθρωπος που τον επηρέασε βαθύτατα, τόσο με την παρουσία του, όσο και με την απουσία του ήταν ο πατέρας του, Ανδρέας Μπαρτζώκας.
«Λίγο πολύ είναι γνωστή η ιστορία των παιδικών μου χρόνων. Έχω μια αδελφή δύο χρόνια μεγαλύτερη, τη Λυδία. Μεγαλώσαμε χωρίς πατέρα γιατί ήταν εξορία. Ελευθερώθηκε όταν έγινα 9 ετών. Ήταν πολιτικοποιημένη κατάσταση, λόγω των καιρών και όχι μόνο λόγω της ιδεολογίας του πατέρα μου. Ήταν μια κατάσταση δύσκολη για όλους τότε, γιατί είχαμε δικτατορία. Και στην μεταπολίτευση, όμως, ο πατέρας μου συνέχισε την πολιτική δράση του, καθώς ήταν από τα ηγετικά στελέχη της ΕΔΑ (Ενιαίας Δημοκρατικής Αριστεράς), οπότε εγώ μεγάλωσα μέσα σ’ όλο αυτό. Η όλη κατάσταση, προφανώς, με επηρέασε ως παιδί, γιατί όταν μεγαλώνεις χωρίς τον πατέρα στο σπίτι, αρχίζουν οι ρόλοι και διαμορφώνονται διαφορετικά. Στην ουσία η μητέρα μου ανέλαβε και τους δύο ρόλους. Όμως, δεν ήταν μόνο γι’ εμένα δύσκολα, ήταν για πολύ κόσμο».
Παρά το ύψος του, που σε νεαρότερη ηλικία τον έκανε να αισθάνεται άβολα, δεν είχε περάσει από το μυαλό του να ασχοληθεί με το μπάσκετ.
«Έπαιζα, όπως τα περισσότερα παιδιά ποδόσφαιρο στην γειτονιά και κάποια στιγμή ένας παράγοντας του Αμαρουσίου με είδε και επειδή ήμουν πολύ ψηλός, μου πρότεινε να γραφτώ στην ομάδα. Μου το είπε αρκετές φορές, μέχρι που το αποφάσισα, πήγα και έβγαλα δελτίο. Ήμουν 12 ετών και μέχρι τότε δεν είχα ιδιαίτερη επαφή με το άθλημα, όμως, είχα γρήγορη εξέλιξη».
Τόσο γρήγορη, που μόλις 16 ετών κατάφερε να εξασφαλίσει μια θέση στην ανδρική ομάδα του Αμαρουσίου.
«Τότε το μπάσκετ ήταν διαφορετικό. Το Μαρούσι είχε έναν κορμό με παιδιά στην ηλικία μου, λίγο μεγαλύτερους, λίγο μικρότερους, στον οποίο βασίστηκε πολλά χρόνια. Ήταν ένα περιβάλλον που με έκανε να νιώθω πολύ καλά. Όταν είσαι μικρός, ψηλός και ξεχωρίζεις, γενικά δεν αισθάνεσαι καλά. Δεν αισθάνεσαι καλά αν είσαι διαφορετικός από τους άλλους. Όμως, στο μπάσκετ ήταν όλοι σαν εμένα και αυτό μου άρεσε».
Η ενασχόλησή του με το μπάσκετ δεν χαροποιούσε τους γονείς του, ούτε, όμως, τους δυσαρεστούσε σε τέτοιο βαθμό, ώστε να αποτελέσουν για εκείνον ανυπέρβλητο εμπόδιο.
«Στην πρώτη γυμνασίου μπήκα με εξετάσεις στην Βαρβάκειο σχολή. Ήταν το κορυφαίο σχολείο τότε στην Ελλάδα, πρότυπο, ήταν πολύ απαιτητικό. Οι γονείς μου ήταν αντίθετοι στο να παίζω μπάσκετ. Ήθελαν να πιέζω τα πράγματα στα μαθήματα. Όμως, αν κάπου κάπου ‘έκλεβα’ τότε, ήταν τα μαθήματα. Το σχολείο ήταν πολύ καλό, πολύ προοδευτικό, είχε πολύ καλούς καθηγητές, είχε μεγάλο ανταγωνισμό με καλούς μαθητές και στην πορεία από τους 40 μαθητές που είχε το τμήμα μου, οι 38 μπήκαν σε ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα».
Ανάμεσά τους ήταν και ο κόουτς Μπαρτζώκας, ο οποίος σπούδασε πολιτικές επιστήμες στην Νομική.
«Όντως πέρασα και τελείωσα τη σχολή, όμως, στην ουσία το έκανα για χατίρι των γονιών μου. Το μπάσκετ μου είχε πάρει το μυαλό τότε και πραγματικά το έκανα για εκείνους».
«Ο κόουτς… ξύπνησε νωρίς»
Λόγω του ύψους του και της αθλητικής του ικανότητας, βρέθηκε πολύ σύντομα πενταδάτος και θεωρήθηκε ένα από τα μεγαλύτερα ταλέντα της εποχής εκείνης. Ο ίδιος, ωστόσο, δεν συμφωνεί.
«Κοιτώντας πίσω και γνωρίζοντας κάποια πράγματα παραπάνω, δεν θεωρώ πως ήμουν μεγάλο ταλέντο. Είχα κάποιες δεξιότητες, αλλά τώρα πια απαιτούνται πολύ περισσότερα πράγματα για να κάνεις καριέρα. Εγώ θεωρώ πως δεν τα είχα. Το θέμα είναι πως τότε δεν είχαμε βοήθεια. Τώρα ένα παιδί υποστηρίζεται για να παίξει μπάσκετ και αναφέρομαι στη γυμναστική που κάνει, τα βάρη κτλ. Τότε τα κάναμε όλα λάθος, με αποτέλεσμα το σώμα μου να με αφήσει. Έκανα μικρός εγχειρήσεις. 21 ετών έκανα την πρώτη, μετά δεύτερη, τρίτη και σιγά σιγά άρχισα να πέφτω επίπεδο».
Το σώμα του τον… άφηνε, η αγάπη του, όμως, για την πορτοκαλί θεά δεν τον εγκατέλειψε ποτέ!
«Το μπάσκετ ήταν πραγματικά το πάθος μου και για αυτό ακολούθησα την προπονητική. Ήδη από 20 ετών όταν ήμουν στο Μαρούσι, ήμουν προπονητής στα μίνι της ομάδας για να συμπληρώνω ένα χαρτζιλίκι, αλλά και γιατί μου άρεσε. Έτσι όταν είδα ότι ως παίκτη άρχισε να με αφήνει το σώμα μου, αποφάσισα να γίνω προπονητής. Ξεκίνησα από μικρά σωματεία, τοπικά. Δούλεψα στην ΕΣΚΑ για αρκετά χρόνια… Πεύκη, Κηφισιά και Βριλήσσια. Ήμουν πρώτος προπονητής αρκετά χρόνια σε αυτό το επίπεδο. Παράλληλα κάποια χρόνια ήμουν και διευθυντής στο γήπεδο του Αμαρουσίου. Ήταν μια δουλειά που μου πρόσφερε ένα σταθερό μισθό και παράλληλα μου επέτρεπε να είμαι και προπονητής. Δεν σκέφτηκα ποτέ να ακολουθήσω κάποιο άλλο επάγγελμα. Ακολούθησα αυτό που ήθελα, με κόστος στην αρχή, γιατί όταν είσαι προπονητής στην ΕΣΚΑ ψάχνεις να φτάσεις κάπου. Όμως, παράλληλα υπάρχουν πάρα πολλοί που κάνουν το ίδιο με εσένα, ακολουθούν αυτή τη διαδικασία και δεν είχαν την τύχη να φτάσουν εδώ που έφτασα εγώ. Οπότε στην ουσία ήταν ένα μεγάλο ρίσκο. Θα μπορούσε να αποτύχει όλο αυτό με κάποιο τρόπο, γιατί συχνά η τύχη παίζει μεγάλο ρόλο».
«Σχέση… καρμική με το Μαρούσι»
Την πρώτη του μεγάλη ευκαιρία να αναρριχηθεί προπονητικά του την έδωσε και πάλι το Μαρούσι.
«Ο Γιαννάκης, που ήταν προπονητής στην ομάδα, ήθελε έναν τέταρτο βοηθό. Τότε ήταν υπερβολή να υπάρχει 4ος βοηθός. Είχα αυτόν το ρόλο για τρία χρόνια και ήταν κάτι που φυσικά με βοήθησε πολύ, γιατί άρχισα να κάνω πράγματα στο μπάσκετ που δεν έκανα ως πρώτος προπονητής. Επίσης με βοήθησε πάρα πολύ στο να δω σφαιρικά το άθλημα και να καταλαβαίνω τους συνεργάτες μου τώρα, αναφορικά με το τί ‘τραβάνε’ και ποια είναι η διαδικασία. Το Μαρούσι έκανε εκείνα τα χρόνια πορεία πρωταθλητισμού. Ήταν μεγάλο σχολείο. Ήταν η δεύτερη ομάδα στην Ελλάδα τότε. Ο Ολυμπιακός εκείνη την εποχή ήταν 8ος. Με βοήθησε πολύ και η νοοτροπία του Γιαννάκη, η μέθοδός του. Το πώς μια ομάδα μπορεί να ‘χτιστεί’, ώστε να διεκδικεί μεγάλους στόχους».
Όσο τα χρόνια περνούσαν, ο ρόλος του Γιώργου Μπαρτζώκας αναβαθμιζόταν. Έφτασε να είναι δεύτερος προπονητής, ενώ. όταν το 2006 του έγινε η πρόταση να αναλάβει ως head coach στην Ολύμπια, δίστασε!
«Ήθελα να μείνω στο Μαρούσι ως ασίσταντ. Δεν ήθελα να φύγω, γιατί ήταν η ομάδα που είχα παίξει και ως παίκτης και γενικά, ήταν ένα καλό περιβάλλον. Ο Γιώργος Μαλάκος, παιδικός μου φίλος, που ήταν τότε πρόεδρος στην Ολύμπια, αποφάσισε πως ήθελε εμένα για προπονητή. Ήθελε να διαδεχθώ τον Βαγγέλη Αλεξανδρή. Και παρότι, πραγματικά, δεν ήθελα να το τολμήσω για 2000 διαφορετικούς λόγους, τελικά το αποφάσισα. Μάλιστα, ενώ πήγα με βαριά καρδιά στην Λάρισα, έμεινα τρία χρόνια και όταν έφυγα στενοχωρήθηκα πολύ, γιατί πήγε πολύ καλά αυτή η δουλειά. Στην πραγματικότητα δεν ήθελα να φύγω από την comfort zone μου, όμως, αν θες να πετύχεις πραγματικά, πρέπει να τολμάς. Αν θες να ακολουθήσεις καριέρα προπονητή, θα πρέπει να είσαι με μια βαλίτσα στο χέρι και να προσαρμόζεσαι συνεχώς σε νέα περιβάλλοντα, με διαφορετικούς ανθρώπους και κουλτούρες. Όλο αυτό μου δημιουργούσε άγχος στην αρχή, όμως, ευτυχώς πήγε καλά και αυτό οφείλεται και στο γεγονός πως με βοήθησαν πολύ τα αδέλφια Μαλάκου. Δημιούργησαν ένα ιδανικό περιβάλλον για εμένα, προκειμένου να πετύχω».
«Υποστήριξη της διοίκησης και καλό σταφ το… μυστικό»
Αν αναρωτιέστε ποιο είναι το ιδανικό περιβάλλον για τον τεχνικό του Ολυμπιακού, ιδού η απάντηση:
«Θα πρέπει πρώτα από όλα ο προπονητής να νιώθει την υποστήριξη των ιδιοκτητών. Ο προπονητής είναι τόσο καλός, όσο το authority που έχει στη διοίκηση. Αν για κάποιο λόγο αυτό το πράγμα ‘πληγωθεί’, ο προπονητής παύει να είναι τόσο καλός. Δεύτερον, όπως έχει πει και ο Βαγγέλης Αγγέλου ‘Ο προπονητής είναι τόσο καλός, όσο καλοί είναι οι assistant του’. Δεν είναι τόσο καλός όσο καλοί είναι οι παίκτες του και αυτό γιατί οι παίκτες έρχονται, παρέρχονται, τους φτιάχνεις… Αν, όμως, έχεις αυτά τα δύο, δηλαδή καλό σταφ και σε πιστεύουν οιιδιοκτήτες, αυτομάτως είσαι καλός. Αν αυτά τα δύο δεν υφίστανται, αργά ή γρήγορα θα πληγεί η δουλειά σου». Η παρθενική του εμφάνιση ως head coach ήταν απόλυτα επιτυχημένη. «Με την Ολύμπια πήγαμε για πρώτη φορά στα πλέι οφ. Είχαμε φτάσει σε σημείο να είμαστε τέταρτοι λίγο πριν τη λήξη του πρωταθλήματος, όμως, σταθήκαμε άτυχοι και τελικά τερματίσαμε έβδομοι. Ματ Γουόλς, Σάβο Τζιγκάνοβιτς και Γιώργος Αποστολίδης υπέστησαν κάταγμα στο δάκτυλο με διαφορά λίγων ημερών. Ήταν κάτι πρωτοφανές! Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να αποδυναμωθούμε, να χάσουμε 1-2 ματς στο τέλος και να τερματίσουμε έβδομοι, αντί για τέταρτοι. Και την επόμενη χρονιά, όμως, ξαναβγήκαμε πλέι οφ. Η 3η σεζόν, ωστόσο, λόγω της βαριάς οικονομικής κρίσης που έπληξε την Ελλάδα και την οικογένεια Μαλάκου, εξελίχθηκε σε μια χρονιά που απλώς, έπρεπε να συντηρηθούμε στην κατηγορία. Μοιραία, μετά από τρία χρόνια και με βαριά καρδιά έφυγα από την Ολύμπια, χωρίς να έχω κάποια άλλη επιλογή. Έπρεπε να φύγω γιατί βιοποριστικά δεν ‘έβγαινα’».
Οι δρόμοι του με το Μαρούσι διασταυρώθηκαν ξανά, μόνο που αυτή τη φορά είχε το τιμόνι στα χέρια του. «Ήταν μια δύσκολη δουλειά, γιατί την προηγούμενη σεζόν είχε κατακτήσει την 3η θέση και μαζί το εισιτήριο για τα προκριματικά της Ευρωλίγκας. Τότε ήταν ο κύριος Βωβός στην διοίκηση, ο οποίος δεν ανακατευόταν ποτέ στις αγωνιστικές αποφάσεις και γενικός διευθυντής ήταν ο Παναγιώτης Αλεξανδρής, με τον οποίο είχαμε πολύ καλή συνεργασία. Κατά τη γνώμη μου, φτιάξαμε μια πολύ καλή ομάδα, βάσει του μπάτζετ που είχαμε στη διάθεσή μας. Φτιάξαμε μια ομάδα που όχι μόνο πέρασε τα προκριματικά της Ευρωλίγκας αφήνοντας εκτός Άρη και Άλμπα, όχι μόνο πέρασε στο Top16 που ήταν σημαντικό, αλλά παραλίγο να πήγαινε στο Top8. Κέρδισε τον Παναθηναϊκό, τον οποίο ουσιαστικά απέκλεισε στην Ευρωλίγκα και στο ελληνικό πρωτάθλημα τερματίσαμε ξανά τρίτοι, κάτι που ήταν δύσκολο. Ήταν μια χρονιά που, επίσης λόγω κρίσης, η οικογένεια Βωβού επλήγη και στην ουσία ήμασταν όλο το χρόνο απλήρωτοι. Παρόλα αυτά ήταν φοβερή σεζόν! Βέβαια, εγώ ήμουν συνολικά δύο χρονιές απλήρωτος, την τελευταία στην Ολύμπια και μετά στο Μαρούσι. Σε αυτό το διάστημα, είναι αλήθεια πως πιέστηκα πολύ, γιατί είχα κάνει οικογένεια, παιδί. Αλλά είμαι τυχερός που, τουλάχιστον, οι χρονιές πήγαν καλά. Ναι μεν δεν πληρωνόμουν, αλλά παίζαμε στην Ευρωλίγκα, αποκτούσα νέες εμπειρίες και είχα την υποστήριξη της οικογένειάς μου».
Λόγω της δύσκολης οικονομικής κατάστασης στη χώρα, ο Γιώργος Μπαρτζώκας αναγκάστηκε να περάσει μια ακόμη πόρτα εξόδου. «Η κατάσταση στο Μαρούσι άλλαξε. Έφυγε ο Βωβός και το καλοκαίρι έμεινα άνεργος. Προτίμησα να μείνω άνεργος, παρά να συνεχίσω στο Μαρούσι σε μια διάδοχη αμφιλεγόμενη κατάσταση. Τότε δεν είχα κάποια πρόταση στα χέρια μου, γιατί ήταν κάτι που τράβηξε πολύ και όταν αποφάσισα να φύγω είχε φτάσει Σεπτέμβρης. Όμως, τον Νοέμβριο ο κ.Λιανός αποφάσισε να αλλάξει προπονητή στον Πανιώνιο και αποδέχθηκα την πρότασή του. Ο Λιανός ήταν φερέγγυος και σοβαρός άνθρωπος και ο Πανιώνιος ήταν μεγάλο μέγεθος. Την πρώτη χρονιά ουσιαστικά ο στόχος ήταν να σωθούμε και το καταφέραμε σχετικά άνετα, ενώ τη δεύτερη χρονιά βγήκαμε τρίτοι. Στην ουσία είναι σα να παίρνεις πρωτάθλημα όταν τερματίζεις πίσω από Ολυμπιακό και Παναθηναϊκό. Τότε προέκυψε η πρόταση του Ολυμπιακού!».
«Στο… Top 3 των πιο ευτυχισμένων ημερών της ζωής του!»
Τα συναισθήματά του ήταν ανέκαθεν «ερυθρόλευκα», από τότε που μικρό παιδί, πήγαινε με τον θείο του Χρήστο (αδελφό του πατέρα του) στο «Καραϊσκάκης». Για αυτό και το συναίσθημα που κυριάρχησε –παρά την έντονη αμφισβήτηση στο πρόσωπό του- ήταν εκείνο της χαράς.
«Η μέρα που υπέγραψα στον Ολυμπιακό είναι μία από τις δύο-τρεις πιο ευτυχισμένες της ζωής μου. Υπήρξε αμφισβήτηση, γιατί ο Ολυμπιακός είχε πάρει πρωτάθλημα Ευρώπης και Ελλάδος. Διαδεχόμουν τον Ίβκοβιτς, σε μια ομάδα που τι παραπάνω θα μπορούσε να κάνει; Οτιδήποτε και να έκανα θα ήταν λιγότερο. Ήξερα μέσα μου, πως θα μπω σε μια διαδικασία φοβερής αμφισβήτησης και πίεσης. Όλο αυτό, ωστόσο, ήταν κάτι, που επειδή ήμουν και φίλαθλος του Ολυμπιακού, το βίωσα σαν μεγάλη χαρά. Συναισθηματικά, ήταν μεγάλη χαρά γι’ εμένα. Δεν το είδα σα προπονητική δικαίωση. Και, πάνω κάτω ήξερα τι με περίμενε. Άλλωστε, για να ξαναπάρουμε την Ευρωλίγκα περάσαμε από χίλια κύματα».
Όσοι ανατρέχουν στην σεζόν 2012-13 θυμούνται κυρίως τους πανηγυρισμούς στο Λονδίνο. Στο μυαλό του Γιώργου Μπαρτζώκα, ωστόσο, είναι χαραγμένη κυρίως η διαδρομή…
«Είχαμε μια χρονιά με σκαμπανεβάσματα. Επιπλέον, όλοι οι αντίπαλοί μας είχαν μεγάλο κίνητρο όταν ήταν απέναντί μας. Ήμασταν οι πρωταθλητές Ευρώπης και ήθελαν να μας κερδίσουν. Επίσης, η ομάδα είχε ένα δεδομένο μπάτζετ, κοντά στα 6.5 εκατομμύρια και ανταγωνιζόταν στην ουσία όλη την Ευρώπη. Όταν μια ομάδα έχει τέτοιο μπάτζετ και ουσιαστικά βασίζεται στις καλές επιλογές της διοίκησης, των παικτών, των προπονητών και παρόλα αυτά διεκδικεί στόχους, πάει κόντρα στο οικονομικό σύστημα της Ευρωλίγκας. Γιατί σύμφωνα με την διοργανώτρια αρχή έπρεπε να επενδυθούν περισσότερα χρήματα, ενώ τα μεγάλα συμβόλαια βόλευαν τους παίκτες και τους ατζέντηδες. Έπρεπε να ‘κινηθεί’ το χρήμα, κάτι που ήταν κόντρα σε αυτό που πρέσβευε ο Ολυμπιακός».
Ερωτηθείς τι ήταν εκείνο που τον δυσκόλεψε στην αλλαγή επιπέδου, από τον Πανιώνιο στον Ολυμπιακό, απάντησε:
«Δεν είχα πρόβλημα σ’ ότι είχε να κάνει με τις γνώσεις μου. Περισσότερο είχα πρόβλημα διαχείρισης προσωπικοτήτων με μεγάλα ‘εγώ’. Και αυτό είναι κάτι που το μαθαίνεις όσο περνάει ο καιρός. Το να χειρίζεσαι τους ανθρώπους είναι το πιο δύσκολο πράγμα. Ο πρόεδρος της Χίμκι μου είχε πει: ‘Έχω 8.000 εργαζόμενους, συναλλάσσομαι με τα συνδικάτα, με την αστυνομία, με το κράτος κτλ. Με τους μόνους που δεν μπορώ να έχω ένα feed back του τι σκέφτονται, είναι με τους μεγάλους παίκτες. Εκεί αποτυγχάνω τελείως. Κι από αυτό καταλαβαίνω πόσο δύσκολο είναι να είσαι προπονητής’. Και πραγματικά αυτό είναι το πιο δύσκολο κομμάτι. Πρέπει να χειριστείς κάποιους παίκτες που είναι πολύ πετυχημένοι και έχουν πολύ μεγάλα ‘εγώ’. Δεν μιλάω μόνο για τον Ολυμπιακό, μιλάω γενικά για αυτό το επίπεδο στο μπάσκετ. Οι παίκτες σε πρώτο βαθμό ενδιαφέρονται να παίζουν και σε δεύτερο να κερδίζουν. Ο προπονητής ενδιαφέρεται μόνο να κερδίζει. Οπότε πολλές φορές βρίσκεσαι σε αντίθεση με εκείνους».
«Τα πρωτοσέλιδα και οι πραγματικά δυνατές στιγμές»
Δεν ήταν, όμως, μόνο οι ισχυρές προσωπικότητες που έπρεπε να διαχειριστεί.
«Στον Ολυμπιακό έπρεπε να κοντρολάρω τη μεγάλη πίεση. Είναι πολύ μεγάλος σύλλογος και για τους απέξω, θεωρητικά, εγώ ήμουν το εύκολο θύμα για ό,τι συνέβαινε. Θυμάμαι ότι κάθε φορά που κέρδιζε η ομάδα, οι μεγάλες εφημερίδες, που ήταν φίλα προσκείμενες στον Ολυμπιακό, είχαν πρωτοσέλιδο φωτογραφίες των παικτών και κάθε φορά που χάναμε, είχαν δική μου φωτογραφία. Στην αρχή αυτό με επηρέαζε, γιατί το θεωρούσα αδικία, όμως, στην συνέχεια κατάλαβα πως έτσι είναι το παιχνίδι του επαγγελματικού αθλητισμού. Με τα χρόνια άρχισα να το διαχειρίζομαι καλύτερα, μέχρι που πλέον έχω φτάσει στο σημείο να είμαι παγερά αδιάφορος».
Θεωρητικά η κατάκτηση της Ευρωλίγκας -με την γνωστή αλλά πολύ σημαντική υποσημείωση πως ήταν ο πρώτος Έλληνας προπονητής που κατέκτησε τον συγκεκριμένο τίτλο- ήταν η απόλυτη δικαίωση γι’ εκείνον. Όμως, προτιμά να βλέπει τα πράγματα από μια διαφορετική σκοπιά.
«Υπάρχουν πολλές δυνατές στιγμές και πολλές δυσκολίες. Συνήθως μετά την επιτυχία σκέφτεσαι τις δυσκολίες. Για εμένα η Ευρωλίγκα ήταν χαρά μιας μέρας δύο. Μετά είχαμε να παίξουμε για το πρωτάθλημα Ελλάδος. Ίσως τη χαρά για τον τίτλο να τη νιώθεις με τα χρόνια, όταν το σκέφτεσαι σαν ανάμνηση. Την ώρα της καθημερινότητας περισσότερες είναι οι στεναχώριες και οι δυσκολίες. Οι πιο σημαντικές εμπειρίες που είχα στο μπάσκετ είναι όταν πέθαναν κάποιοι αθλητές που συνεργάστηκα. Ίσως ακούγεται περίεργο, όμως, αυτά είναι τα πιο έντονα συναισθήματα. Οι απώλειες των Χάνεϊκατ και Τζόουνς. Ή οι φορές που επισκέφθηκα με την Ολύμπια και την Μπαρτσελόνα άρρωστα παιδιά ή παιδιά με ειδικές ανάγκες. Αυτές είναι οι πιο δυνατές εμπειρίες που θυμάμαι στον αθλητισμό. Φυσικά μεγάλη εμπειρία ήταν και αυτό που έζησα στο πάρκινγκ. Είναι σοκαριστικό όταν οι φίλαθλοι της ομάδας σου αξιώνουν να φύγεις και σε εισαγωγικά σε προπηλακίζουν. Δεν με χτύπησε κανείς, όμως με έβριζαν και με υποτιμούσαν. Όλο αυτό έμεινε στο μυαλό μου και δεν θα φύγει ποτέ. Έχω μάθει, όμως, πλέον, πώς είναι όλο αυτό. Είμαι πολίτης του κόσμου, ξέρω πως σκέφτονται οι μεσόγειοι, οι βορειοευρωπαίοι, έχω γνωρίσει διαφορετικές κουλτούρες και όλα είναι κατανοητά».
Την αμφισβήτηση την βίωσε πρώτη φορά τον Οκτώβρη του 2014, όμως, ακόμη και σε αυτή της τη μορφή την αντιμετώπισε με τον ίδιο ακριβώς τρόπο: χωρίς ξεσπάσματα και αντιπαραθέσεις.
«Έχω μεγαλώσει έτσι που ποτέ δεν είχα εκδικητικές τάσεις. Δεν το έχω στη φύση μου. Πρώτα απ’ όλα δεν έχω καμία μεγάλη ιδέα για τον εαυτό μου, ούτε είμαι νάρκισσος. Αν δείτε δεν έχω βγάλει ούτε μία φωτογραφία με την ομάδα όταν πήραμε την Ευρωλίγκα. Όταν γυρίσαμε με το πούλμαν και μας υποδέχθηκε χιλιάδες κόσμου, οι Πρόεδροι με παρακινούσαν να βγω κι εγώ έξω μαζί με τους παίκτες, όμως δεν το έκανα. Δεν ήθελα καν. Δεν είναι το στυλ μου αυτό. Οπότε αυτές οι στιγμές δεν με υπερενθουσιάζουν. Έχω την αίσθηση πως με τον τρόπο που λειτουργώ μπορώ να διαχειρίζομαι αυτές τις καταστάσεις καλύτερα».
«Δεν είμαι τυχοδιώχτης»
Για το τί έφταιξε τη σεζόν 2013-14 η ομάδα δεν ανταποκρίθηκε στις υψηλές προσδοκίες του κόσμου, εξήγησε:
«Ήταν πολύ ιδιαίτερη χρονιά. Μετά την κατάκτηση δύο συνεχόμενων πρωταθλημάτων Ευρώπης όλοι οι παίκτες είχαν τεράστιες προτάσεις για νέα συμβόλαια με 5 και 6 φορές τα χρήματά τους επάνω. Αυτό έγινε μόλις τελείωσε το Λονδίνο. Προτάσεις είχαν όλοι, μεταξύ των οποίων και εγώ. Οπότε καταλάβαινα ότι αυτή η ομάδα ήταν αδύνατον να διατηρηθεί ίδια. Δεν μου πέρασε τότε από το μυαλό να φύγω. Έμεινα στον Ολυμπιακό με πολύ λιγότερα χρήματα από εκείνα που μου πρόσφεραν. Δεν θα το έκανα ποτέ, ως δείγμα εκτίμησης στους Προέδρους. Εκείνοι με εμπιστεύτηκαν και θεωρούσα τυχοδιωκτικό το να φύγω, ακόμη κι αν η διαφορά των χρημάτων ήταν πολύ μεγάλη. Ήξερα, όμως, πως η χρονιά θα ήταν ακόμη πιο δύσκολη γιατί πήραμε 6-7 καινούργιους παίκτες αναγκαστικά, από την στιγμή που δεν μπορούσαμε να κρατήσουμε τους προηγούμενους. Γνώμη μου είναι ότι εκείνη η ομάδα, που έφτασε να αποκλειστεί από την Ρεάλ στα πέντε ματς για να περάσει στο φάιναλ φορ, το ότι έγινε τόσο σκληρή και έφτασε ξανά σε αυτό το επίπεδο, ήταν σε εισαγωγικά μεγάλη επιτυχία του οργανισμού.
«Η Λοκομοτίβ Κουμπάν και τα… λαβράκια»
Για το υπόλοιπο εκείνης της σεζόν έμεινε εκτός πάγκων. Μέχρι που το καλοκαίρι του 2015 άνοιξε για πρώτη φορά τα φτερά του για το εξωτερικό και πιο συγκεκριμένα για τη Ρωσία.
«Ήταν δύσκολη περίοδος για εμένα αυτή που ακολούθησε. Στην ουσία έμεινα έξω από το μπάσκετ μια ολόκληρη σεζόν. Είχα μία, δυο προτάσεις από Ευρωπαϊκές ομάδες, αλλά δεν ήθελα να ‘πέσω’ κάτω από Ευρωλίγκα. Το καλοκαίρι ήρθε η πρόταση από τη Λοκομοτίβ, η οποία είχε πάρει wild card από την Ευρωλίγκα. Ήταν μια δύσκολη χρονιά, η οποία πήγε πολύ καλά. Η διαφορά ήταν τεράστια. Μέρα με τη νύχτα. Σ’ όλα… Στην κουλτούρα των φιλάθλων, στη διαχείριση των ηγετών της ομάδας… Μπαίνοντας σε μια νέα κουλτούρα πρέπει να μάθεις πως σκέφτονται ο ιδιοκτήτης της ομάδας, το περιβάλλον γύρω σου. Είναι ένας λαός που δεν είναι εξωστρεφής και πρέπει να το αναγνωρίσεις. Η αλήθεια είναι πως είτε επειδή πήγε καλά η χρονιά, είτε γιατί η Λοκομοτίβ έχει το πιο θερμό κοινό της Ρωσίας, είχα μια απίστευτη αποδοχή. Δεν ξέρω γιατί. Ίσως γιατί πέρα από τους ομοεθνείς τους, δεν τους είναι εύκολο να ταυτιστούν με τους Αμερικάνους και εγώ σαν ορθόδοξος έγινα εκεί ένα πρόσωπο απόλυτα αποδεκτό από την κοινή γνώμη. Βέβαια δεν διάβαζα ρωσικά και αυτό διευκόλυνε την όλη κατάσταση. Στο αγωνιστικό κομμάτι, ήταν μια χρονιά που πήγε πάρα πολύ καλά. Το ότι πήγαμε φάιναλ φορ, παρότι ήμασταν μια ομάδα που μετείχε στη διοργάνωση με wild card, είναι κάτι που δεν έχει ξαναγίνει. Όλοι οι παίκτες που είχαμε εκείνη τη χρονιά έκαναν μεγάλη καριέρα μετά και πήραν τεράστια συμβόλαια».
Το γεγονός πως πολλοί παίκτες του είδαν την αξία τους στο χρηματιστήριο του μπάσκετ να εκτοξεύεται μετά τη συνεργασία τους, είχε ως αποτέλεσμα να του αποδοθεί ο τίτλος του προπονητή που βρίσκει «λαβράκια».
«Δεν ισχύει αυτό. Και με ενοχλεί όταν μου λένε πως έχω μάτι. Αν έχω μάτι πρέπει να γίνω G.M. για να επιλέγω παίκτες. Άλλωστε στην πρώτη θητεία μου στον Ολυμπιακό έλεγαν πως δεν ξέρω να διαλέγω παίκτες! Είναι λάθος να λένε κάτι τέτοιο. Όλοι οι προπονητές βλέπουν όλους τους παίκτες. Όποιους παίκτες έχω δει φέτος το καλοκαίρι, τους έχουν δει όλοι οι προπονητές. Το ποιον επιλέγεις έχει να κάνει με το τι μπάσκετ θέλεις να παίξεις. Εγώ, τουλάχιστον παίρνω παίκτες που πιστεύω πως μπορούν να παίξουν το μπάσκετ που εγώ θέλω. Πιο μεγάλο ταλέντο είναι να τους δημιουργείς ένα περιβάλλον, στο οποίο να παίξουν το μπάσκετ που μπορούν να παίξουν και όχι τόσο να τους διαλέξεις. Έχω κάνει και λάθος επιλογές ή συχνά ένας παίκτης δεν είναι δεκτικός σε μια νέα κατάσταση. Ή μπορεί να έχει προσωπικά προβλήματα ή μπορεί να τραυματιστεί. Άρα, αυτό που λένε πως έχω μάτι, πραγματικά δεν με κολακεύει. Μιλάμε για προπονητική δουλειά, όχι ότι βρίσκω λαβράκια όπως λένε».
«Η Μπαρτσελόνα εξελίχθηκε σε Βατερλό»
Η πρώτη του χρονιά στο Κρασνοντάρ ήταν ιδανική, ωστόσο, όταν η Μπαρτσελόνα του «χτύπησε», έστω και με καθυστέρηση, την πόρτα, δεν μπόρεσε να την… κλείσει. «Ενώ είχα συμβόλαιο με την Λοκομοτίβ δέχθηκα πρόταση από την Μπαρτσελόνα. Η πρόταση μου έγινε αργά, όμως, δεν μπορούσα να την αρνηθώ, λόγω του brand name του συλλόγου. Επιπλέον, σημαντικό ρόλο έπαιξε το ότι ήμουν στην Ρωσία χωρίς την οικογένειά μου, ενώ στην Βαρκελώνη θα ήμασταν όλοι μαζί. Η Μπαρτσελόνα εξελίχθηκε σε μεγάλο Βατερλό. Δεν λειτούργησε τίποτα σωστά ή πιο σωστά, δεν λειτουργούσε πριν πάω. Με το που ανέλαβα, έχοντας πληρώσει και η Μπαρτσελόνα και εγώ από την τσέπη μου ένα τεράστιο buy out στην Λοκομοτίβ, χάσαμε τους πιο ταλαντούχους παίκτες που είχαμε, Σατοράνσκι και Αμπρίνες που έφυγαν για το ΝΒΑ. Ταυτόχρονα ήταν μια ομάδα που είχε πάρα πολλούς βετεράνους. Είχε ‘χτιστεί’ για να φτάσει στην κορυφή της Ευρώπης με παίκτες που είχαν εμπειρία φάιναλ φορ, όμως, μετά την αλλαγή του format της Ευρωλίγκας τα παιχνίδια στην Regular Season ήταν πάρα πολλά, το ισπανικό πρωτάθλημα είναι φοβερά εξοντωτικό και ανταγωνιστικό, και η ομάδα δεν μπορούσε να αντέξει. Αυτός ήταν και ο λόγος που είχαμε και πάρα πολλούς τραυματισμούς. Όλη η χρονιά πήγε στράφι. Δυστυχώς, απέτυχε μια χρονιά που είχα πάει σε ένα ιδανικό μέρος, όσον αφορά στην πόλη και το brand name της ομάδας. Ήταν πραγματικά πολύ δύσκολα».
Ακόμη, πάντως, και αν γνώριζε την εξέλιξη των πραγμάτων, θα έπαιρνε και πάλι την ίδια απόφαση.
«Είναι τεράστιο μέγεθος η Μπαρτσελόνα. Κοιτώντας πίσω, αν μου δινόταν η επιλογή να μην πάρω αυτή την απόφαση, θα έκανα πάλι το ίδιο… Δεν μετανιώνω που πήγα. Δεν κοιτάω πίσω και σιχτιρίζω την Μπαρτσελόνα. Έχω πραγματικά καλά αισθήματα γι’ όλους. Απλά ήταν μια χρονική συγκυρία που δεν βοήθησε εμένα, αλλά και την ομάδα. Παρότι εγώ έφυγα, η ομάδα άργησε και ακόμη δεν έχει φτάσει να είναι εκεί που πρέπει».
Αυτή τη φορά, πάντως, δεν πρόλαβε να μπει στο… ταμείο ανεργίας.
«Ευτυχώς, με το που έφυγα από την Μπαρτσελόνα, είχα πρόταση από την Χίμκι, ομάδα Ευρωλίγκας και σε ένα περιβάλλον πιο οικείο για εμένα λόγω της θητείας μου στην Λοκομοτίβ. Είχα συνηθίσει, πλέον να αλλάζω περιβάλλον και κουλτούρες. Βέβαια, η Μόσχα είναι τελείως διαφορετική σε ότι έχει να κάνει στην ψυχοσύνθεση των ανθρώπων σε σχέση με τον Νότο που είναι το Κρασνοντάρ. Ήταν, όμως, μια απόφαση για την οποία χάρηκα που πήρα και πήγε και καλά. Την πρώτη χρονιά ότι στόχους είχαμε θέσει τους πετύχαμε. Είχαμε πει να μπούμε στα πλέι οφ της Ευρωλίγκας, κάτι που δεν ήταν εύκολο και δεν το είχε ξανακάνει η ομάδα ποτέ στην ιστορία της, ούτε το έχει επαναλάβει έκτοτε και την ίδια στιγμή να ξαναβγούμε Ευρωλίγκα παίζοντας τελικό με την ΤΣΣΚΑ. Τα καταφέραμε και τα δύο και με το παραπάνω, παρότι ‘χτυπηθήκαμε’ από τραυματισμούς. Δυστυχώς, όμως, μόλις τελείωσε εκείνη η σεζόν έγινε το γεγονός με τον Χάνεϊκατ. Αυτοκτόνησε και ‘έπεσε’ ένα βάρος μεγάλο στην ομάδα. Επιπλέον συνέβησαν διάφορα και στο ‘χτίσιμο’ του ρόστερ, στα οποία δεν θα ήθελα να αναφερθώ με λεπτομέρειες και ακολούθησαν οι σημαντικοί τραυματισμοί των Σβεντ και Γκιλ, που έμειναν εκτός για πολύ καιρό. Όλα αυτά είχαν ως αποτέλεσμα να μου ζητηθεί να φύγω τον Γενάρη από την ομάδα, ενώ επαναλαμβάνω παίζαμε χωρίς τους Σβεντ και Γκιλ και να μείνω για έναν χρόνο εκτός μπάσκετ».
«Η φυσιολογική ζωή και η μεγάλη επιστροφή»
Αυτή τη φορά δεν βιάστηκε να επιστρέψει στους πάγκους. «Το διάστημα αυτό έμεινα στη Βαρκελώνη με την οικογένειά μου και έκανα όσα δεν μπορούσα να κάνω όσο ήμουν προπονητής. Έκανα τον μπαμπά. Έχω μια κόρη που τώρα είναι δέκα ετών. Πήγαινα, λοιπόν, την έπαιρνα από το σχολείο, έμπαινα σε λεωφορείο που είχα χρόνια να μπω, έκανα μια φυσιολογική ζωή μακριά από το μπάσκετ. Είναι δύσκολο να ισορροπήσεις την οικογένεια με τη δουλειά, δεν μπορείς, όμως, να το θέσεις ως παράγοντα, γιατί ισχύει για όλους τους προπονητές. Είναι μια ζωή δύσκολη για τους γύρω σου. Και για εσένα είναι, αλλά εσύ το έχεις αποφασίσει να το κάνεις. Δεν έχεις Σαββατοκύριακα, λείπεις συνέχεια στα ταξίδια και περιμένεις πως και πως το καλοκαίρι, που όλοι νομίζουν πως είναι περίοδος διακοπών, αλλά είναι ακόμα χειρότερα τα πράγματα γιατί ασχολείσαι όλη την ώρα με το ‘χτίσιμο’ της ομάδας κι αν αποτύχεις αυτό το διάστημα μετά δύσκολα ισιώνει η χρονιά. Αυτή είναι η κατάσταση, αλλά δεν μπορείς να παραπονιέσαι. Την περίοδο εκείνη, λοιπόν, προσπάθησα να ασχοληθώ με το μπάσκετ από άλλη σκοπιά, την επιμορφωτική. Πήγα στη Βοστώνη, μίλησα σε δύο σεμινάρια, έκανα τέτοια πράγματα που αφορούν στην προπονητική. Και τα Χριστούγεννα προέκυψε η πρόταση του Ολυμπιακού…».
Ο ίδιος είχε αποκλείσει το ενδεχόμενο να επιστρέψει στο λιμάνι.
«Δεν είχα στο μυαλό μου ότι υπήρχε περίπτωση να γυρίσω στον Ολυμπιακό. Και επειδή θεωρούσα πως δεν υπήρχε περίπτωση να γυρίσω στον Ολυμπιακό, δεν υπήρχε περίπτωση να γυρίσω στην Ελλάδα. Με πήρε τηλέφωνο ο κύριος Σκινδήλιας και δεν ένιωσα όπως την πρώτη φορά που είχαμε επικοινωνήσει. Σε πρώτη φάση ήμουν αρνητικός. Έγινε μια κουβέντα με τους προέδρους, στην οποία επίσης ήμουν αρνητικός, έγινε και δεύτερη και μετά από μεγάλη σκέψη πήρα μια απόφαση η οποία ήταν επαγγελματική και όχι συναισθηματική. Και αυτό γιατί έμαθα πια να τα ξεχωρίζω λίγο αυτά. Βέβαια και πάλι γνώριζα τη δυσκολία του εγχειρήματος. Είχε δύο παραμέτρους. Η μία είναι ότι με πίεζαν. Τους είπα πως θα ήταν καλύτερα να αναλάβω το καλοκαίρι, αν με θέλετε ακόμα. Εκείνοι μου απάντησαν πως πρέπει να γίνει τώρα, ώστε να δω την ομάδα, τι χρειάζεται και τι δε χρειάζεται, και πραγματικά είχαν απόλυτο δίκιο. Το προηγούμενο τρίμηνο με βοήθησε να αξιολογήσω πρόσωπα και καταστάσεις μέχρι τη διακοπή λόγω κορονοϊου. Από την άλλη, βέβαια, γνωρίζω πως ο Ολυμπιακός είναι σε μεταβατική περίοδο. Έχει αποτύχει 2-3 χρόνια, πρέπει να γίνει ένα rebuilding στον τρόπο που παίζει, που σκέφτεται, που λειτουργεί αγωνιστικά η ομάδα, γιατί εξωαγωνιστικά είναι πολύ καλή, καλύτερη από ότι παλιά. Ταυτόχρονα, δεν πρέπει να παραβλέπουμε ότι ο κορμός των ηγετών της ομάδας τα προηγούμενα χρόνια ήταν σε μια κατάσταση, που πρέπει να έχεις δεύτερες σκέψεις για το πώς θα γίνει μια διαδοχή, η οποία θα είναι και ομαλή. Ευτυχώς, έχω την εμπιστοσύνη των ιδιοκτητών και λειτουργήσαμε μαζί στο πώς θα γίνει αυτό». Το πλάνο, λοιπόν, είναι το εξής: «Να δημιουργήσουμε έναν καινούργιο κορμό που σίγουρα περιλαμβάνει και τους ξένους. Στόχος μας είναι να μείνουν, όσοι περισσότεροι ξένοι μπορούν. Ένα εγχείρημα είναι αυτό και ταυτόχρονα, να αναδείξουμε νέους Έλληνες, κάτι που είναι εξαιρετικά δύσκολο γιατί υπάρχει μεγάλη λειψανδρία στις ηλικίες 20 με 30 ετών αυτή τη στιγμή. Βρίσκεις Έλληνες παίκτες με το τουφέκι σε αυτό το επίπεδο και πρέπει να μπούμε σε μια διαδικασία παραγωγική, για να δημιουργήσουμε ένα νέο Ελληνικό κορμό. Όλο αυτό προϋποθέτει μια πίστωση χρόνου, που βέβαια στον Ολυμπιακό δεν υπάρχει. Το διάστημα των τριών μηνών δεν το θεωρώ πίστωση χρόνου. Η ομάδα τώρα χρειάζεται πίστωση χρόνου γιατί είναι καινούργια».
Και συνέχισε αναφερόμενος στο «κλειδί» της επιτυχίας: «Ήρθαν τέσσερις ξένοι, ο Σλούκας και ο Λαρεντζάκης. Δηλαδή ήρθαν έξι παίκτες συν τους ΜακΚίσικ και Έλις που στην ουσία έπαιξαν τρία ματς πέρυσι, συν τον Χαραλαμπόπουλο που επίσης έπαιξε ελάχιστα. Στην ουσία είναι εννιά πρόσωπα και είναι πολλά τα εννιά πρόσωπα για να κάνεις γρήγορα μια συμπαγή ομάδα. Το πρόβλημά μας είναι ότι πρέπει να γίνουμε συμπαγείς και για να καταφέρουμε κάτι τέτοιο πρέπει να περάσουμε από μία περίπλοκη διαδικασία, κρίσης, άτυχων αποτελεσμάτων. Έτσι γίνεσαι συμπαγής, δεν γίνεσαι ξαφνικά με το πάτημα ενός κουμπιού. Δεν είναι θέμα πόσο ταλαντούχα είναι η ομάδα ή τι δεξιότητες έχει, αλλά πόσο συμπαγής είναι, πως διαχειρίζεται τις δύσκολες καταστάσεις και μέσα στα παιχνίδι και μέσα στη χρονιά. Όλο αυτό παίρνει χρόνο.
«Είναι πολύ κοντά σε αυτό που είχα στο μυαλό μου»
Φέτος το ρόστερ είναι καθαρά δική του επιλογή. Ερωτηθείς αν μπόρεσε να ‘χτίσει’ σε μεγάλο ποσοστό αυτό που είχε στο μυαλό του, όταν έπεσε και επίσημα η αυλαία της προηγούμενης σεζόν, τόνισε:
«Το 100% είναι ανέφικτο, αλλά είναι πολύ κοντά σε αυτό που είχα στο μυαλό μου. Ήθελα η ομάδα να έχει κάποια συγκεκριμένα αγωνιστικά χαρακτηριστικά, να έχουμε μεγαλύτερη κατεύθυνση στο παιχνίδι από τους πόιντ γκαρντ. Να έχουμε από τους πόιντ γκαρντ μεγαλύτερη γνώση του επιπέδου της λίγκας και εμπειρία διαχείρισης καταστάσεων. Και οι δύο που ήρθαν, ο Κώστας Σλούκας, κατά κύριο λόγο και ο Τσαρλς Τζένκινς, το έχουν. Αφήνω τον Λαρεντζάκη, που δεν έχει την εμπειρία της Ευρωλίγκας, οι ξένοι που έχουμε είναι παίκτες που έπαιζαν στο Eurocup αλλά έχουν πολύ μεγάλη προοπτική. Οι παίκτες Ευρωλίγκας σε αυτές τις θέσεις, για οικονομικούς λόγους δεν μπορούσαν να έρθουν στον Ολυμπιακό. Έτσι, επιλέξαμε να πάρουμε πολύ ταλαντούχους παίκτες Eurocup, που βέβαια δεν έχουν την εμπειρία της Ευρωλίγκας, όμως, πιστεύω, πως είναι ένα γκρουπ καλών παικτών που πρέπει να γίνει και ένα γκρουπ νικητών».
Στο ξεκίνημα κάθε σεζόν, οι φίλαθλοι «διψούν» να ακούν για υψηλούς στόχους. Ο Γιώργος Μπαρτζώκας, όμως, επιμένει:
«Πραγματικά ο στόχος είναι να γίνουμε συμπαγείς. Να γίνουμε σκληρή ομάδα, πνευματικά και αγωνιστικά, μια ομάδα δηλαδή που θα είναιδυσκολοκατάβλητη. Πιστεύω πως έχουμε το ταλέντο να μας οδηγήσει στα πλέι οφ της Ευρωλίγκας, παρότι,επαναλαμβάνω, πως τα ρόστερ που έχουν φτιαχτεί φέτος και τα χρήματα που έχουν δαπανηθεί, είναι τελείως σχήμα οξύμωρο σε σχέση με το τι έγινε με τον Covid-19. Δεν άγγιξε καθόλου το πρώτο επίπεδο του μπάσκετ στην Ευρώπη που είναι η Ευρωλίγκα. Έπληξε το πιο κάτω επίπεδο. Αυτή τη στιγμή, τα συμβόλαια που υπάρχουν στο top επίπεδο είναι απλησίαστα. Άρα, ο Ολυμπιακός στην ουσία καλείται να χειριστεί μια κατάσταση της ιστορίας και του brand name που έχει, με το γεγονός ότι είναι μια ομάδα που κοστίζει ένα άλφαποσό. Όμως, αν το σκέφτεσαι έτσι, είναι λάθος. Αυτό που πρέπει να σκέφτεσαι είναι πώς θα κάνεις μια ομάδα, που, πρώτον, θα έχει κορμό για τα επόμενα χρόνια και δεύτερον, θα είναι συμπαγής. Αυτό, είμαι σίγουρος, πως θα φέρει αποτελέσματα».
«Αναρωτιέμαι τι άλλαξε…»
Ο τρόπος που αποχώρησε από τον Ολυμπιακό στην πρώτη του θητεία ήταν επεισοδιακός. Στην επιστροφή του, ωστόσο, έτυχε αποθεωτικής υποδοχής.
«Ήθελα να ρωτήσω τι άλλαξε από τότε που έφυγα; Νιώθω 100% αυτή την αντιστροφή του κλίματος, αλλά μέσα μου σκέφτομαι, τι άλλαξε; Αναρωτιέμαι έχει να κάνει με το γεγονός ότι έζησα και δούλεψα στο εξωτερικό τα επόμενα χρόνια και έφυγα από το πεδίο τοξικότητας που έχει η ελληνική κοινωνία; Ή είναι ότι είχα μια καλή χρονιά με την Λοκομοτίβ και άλλη μία με την Χίμκι; Είναι ότι με κατηγορούσαν πως δεν κερδίζω τον Παναθηναϊκό εδώ, αλλά με την αμέσως επόμενη ομάδα μου τον κερδίσαμε τρεις φορές σε τέσσερις αγώνες; Τι άλλαξε; Μήπως ο κόσμος του Ολυμπιακού νοστάλγησε τον τρόπο που παίζαμε; Γιατί και αυτό παίζει ρόλο τελικά. Δεν είναι μόνο οι νίκες και οι ήττες, είναι και το πώς παίζει μια ομάδα. Ή είναι ότι ο Ολυμπιακός είχε αποτύχει τα προηγούμενα δύο χρόνια, παρά τις μεγάλες προσδοκίες όσον αφορά στα πρόσωπα; Ακόμα αναρωτιέμαι τι είναι… Σε κάθε περίπτωση, όλο αυτό δεν με αγγίζει και αυτό είναι προϊόν εμπειρίας. Γιατί ξέρω πολύ καλά, πως, αν έρθουν δύο ανάποδα αποτελέσματα, η απόλυτη αποδοχή θα πάψει να υπάρχει. Οπότε αυτό είναι κάτι που δεν σκέφτομαι καν».
«Είπε και αξίζει να ξέρεις…»
«Γενικά δεν φοβάμαι τις προκλήσεις. Πιστεύω με κάποιο τρόπο πως θα μπω στον ανταγωνισμό και κάπως θα τα καταφέρω. Φυσικά μπορεί και να μην τα καταφέρω, όμως, έτσι νιώθω».
«Είναι ελάχιστοι οι προπονητές στην Ευρώπη που θα πάνε σε μια ομάδα με 30 εκατομμύρια μπάτζετ. Σίγουρα δεν είμαι μέσα σε αυτούς, γιατί και η Μπαρτσελόνα όταν ήμουν εγώ δεν ξόδευε τα ποσά που ξοδεύει τώρα. Πιστεύω πως δεν θα είχα πρόβλημα αν μου συνέβαινε κάτι τέτοιο, ιδίως τώρα που έχω μια εμπειρία. Ούτε και θα το απέρριπτα».
«Κάποτε ο κόουτς Φλέμινγκ είπε: ‘Όταν κερδίζεις είναι η ανακούφιση της μη ήττας’. Είναι πολύ μεγάλη κουβέντα αυτή. Έτσι όπως έχει γίνει δεν είναι η χαρά της νίκης, αλλά η ανακούφιση της μη ήττας. Έτσι έχει φτάσει να γίνει το επαγγελματικό μπάσκετ, ειδικά στην Ευρώπη, όπου οι προπονητές είναι αναλώσιμοι και τα εύκολα θύματα».
«Δεν έχω social media. Δεν προβάλω το πως ζω εκτός γηπέδου από επιλογή και επίσης, έχω ζητήσει από τους ανθρώπους της ομάδας που χειρίζονται τα media, να μη με βάζουν. Θα ήθελα, λοιπόν, το πως είμαι να το ξέρει μόνο ο κύκλος μου. Το μόνο που θέλω, είναι να είμαι ευγενής και κατανοητικός με τους ανθρώπους».
«Με τους ανθρώπους που με πλησιάζουν είμαι πάντα ευγενής. Γενικά όταν ήμουν στην Ρωσία που δεν με ήξερε κανείς, όχι τόσο στο Κράσνονταρ όσο στην Μόσχα, ένιωθα φανταστικά. Και στην Βαρκελώνη τη χρονιά που δεν δούλευα, πάλι μου μιλούσαν ελάχιστοι και με ευγένεια. Ένιωθα σούπερ! Τώρα εδώ για να είμαι ειλικρινής, ως μεσόγειοι και πολύ συναισθηματικοί οι οπαδοί του Ολυμπιακού με πλησιάζουν αρκετά. Δεν είναι κάτι που δεν μου αρέσει, αντίθετα με ευχαριστεί . Βέβαια, συχνά υπάρχουν και ακραίες συμπεριφορές. Για αυτό, όταν βγαίνω να περπατήσω, προτιμώ να πηγαίνω σε μέρη που δεν έχει κόσμο».
«Χρωστάω πολλά ευχαριστώ για αυτό και έχω αναφερθεί σε τόσους ανθρώπους στην συνέντευξή. Χρωστάω σε όλους τους τουλάχιστον ένα ‘ευχαριστώ’ και τους το λέω, όχι μόνο μέσα από συνεντεύξεις, αλλά και κατ’ ιδίαν».