Τζάμσι: «Κορυφαίος όλων μαζί με τον Πέτροβιτς ο Γκάλης»
Λίγες μέρες πριν βρεθεί στο Παλέ στην εκδήλωση του Άρη για τον Νίκο Γκάλη, ο Ντόρον Τζάμσι θυμήθηκε ιστορίες μπάσκετ με τον Έλληνα θρύλο.
Ο Ισραηλινός μίλησε στην εφημερίδα «SUPERARIS» για τον Νίκο Γκάλη, την εκδήλωση που θα γίνει προς τιμήν του, και πολλά άλλα/
Αναλυτικά η συνέντευξη του Τζάμσι:
Μεγάλη τιμή που μιλάτε στην εφημερίδα μας κ. Τζάμσι και σας ευχαριστούμε γι αυτό.
«Αισθάνομαι κι εγώ έτσι. Να ξέρετε ότι με την ομάδα και τη χώρα σας, με ενώνουν πάρα πολλά. Μπορεί, όλα αυτά τα χρόνια να έχω παίξει και να ‘χω γνωρίσει πάρα πολύ κόσμο, αλλά τις πιο ζεστές σχέσεις τις έχω με την Ελλάδα. Σχέση, που, φυσικά, ξεκίνησε από κείνες τις ιστορικές μάχες που δίναμε, με την ομάδα σας».
Αλήθεια, ποια ήταν η πρώτη σας αντίδραση μόλις πληροφορηθήκατε, για το παιχνίδι που θα γίνει προς τιμή του Νίκου Γκάλη και πως αισθάνεστε που θα συμμετάσχετε, σ’ ένα απ’ τα μεγαλύτερα αθλητικά γεγονότα της χρονιάς;
«Πραγματικά, αισθάνομαι πάρα πολύ ευτυχής που θα επιστρέψω σε μια τόσο αγαπημένη πόλη και μάλιστα για έναν τέτοιο σκοπό. Βέβαια, να ξέρετε ότι σ’ αυτό το ματς και να μη με καλούσατε, εγώ θα ‘ρχομουν, μόνος μου και μάλιστα, τρέχοντας. Ειλικρινά, ήταν κάτι που, πάντα, ευχόμουν να γίνει, αφού, γι αυτόν τον αθλητή αξίζει κάθε τιμή. Νομίζω ότι, τόσο το Ελληνικό, όσο και το Ευρωπαϊκό μπάσκετ, χρωστάνε πάρα πολλά στο Γκάλη».
Αλήθεια, όταν λέμε Γκάλης τι εννοούμε; Τον θεωρείτε ως το κορυφαίο ευρωπαίο καλαθοσφαιριστή;
«Μαζί με το μακαρίτη τον Ντράζεν Πέτροβιτς, τους καλύτερους των καλύτερων. Αυτό τα λέει όλα… Νομίζω, ήταν οι δυο καλύτεροι καλαθοσφαιριστές που πέρασαν ποτέ απ’ τα Ευρωπαϊκά γήπεδα. Δε βρίσκεις, πλέον, παίκτες σαν το Γκάλη, τον Πέτροβιτς, ή τον Όσκαρ, που να βάζουνε 45-50 πόντους, σε κάθε παιχνίδι και νομίζω ότι δε πρόκειται να ξαναβγούν ποτέ. Πραγματικές μηχανές καλαθιών. Πόσοι και ποιοί παίκτες μπορούν να σκοράρουν τώρα 30 πόντους…;
Άντε και το κάνουν, θα’ ναι για μια και μοναδική φορά σ’ ολόκληρη τη καριέρα τους. Για το Γκάλη όμως ήταν νόμος, συνέβαινε σε κάθε ματς».
Αλήθεια, με ποιόν τρόπο, αντιμετωπίζονταν αυτός ο παίκτης;
«Μα, τι λέτε ρε παιδιά, δεν υπήρχε αυτός ο τρόπος. Μπορούσες μόνο να τον φανταστείς, αφού στη πράξη ήταν κάτι που, δε συνέβαινε ποτέ. Μπορεί να ήταν κοντός κι όχι ο κλασσικός σουτέρ, αλλά δε μπορούσες να τον σταματήσεις με τίποτα. Πηδούσε πάρα πολύ ψηλά, ήταν απίστευτα γρήγορος και μπορούσε να σκοράρει απ’ όλες τις αποστάσεις. Βασικά, καλύτερα να προσπαθούσες να σταματήσεις όλους τους υπόλοιπους, γιατί ο Γκάλης, ούτως η άλλως, πάλι με 40 πόντους θα τελείωνε το παιχνίδι. Αν τον σταματούσες στους 30 θα κέρδιζες και το ματς. Το θέμα, βέβαια, είναι πως θα το κατάφερνες…
Το πιο έξυπνο που μπορούσες να κάνεις ήταν να βάλεις επάνω του έναν γρήγορο ψηλό, όπως, εμείς, τον Μπαρλοου, αλλά, πάλι, το αποτέλεσμα ήταν το ίδιο…».
Εσείς, συνήθως, ποιόν μαρκάρατε στα μεταξύ μας παιχνίδια;
«Εγώ, συνήθως, ήμουν «ζευγάρι» με τον Παναγιώτη, τον Γιαννάκη. Αυτός, πάντα, με μάρκαρε και σας βεβαιώνω ότι, κάθε φορά, …υπέφερα απ’ αυτό».
Μπορεί, σαν αμυντικός, να ‘ταν σκληρός, αλλά, ποτέ αντιαθλητικός…
«Όχι. Σ’ έπαιζε πάντα με τον σωστό τρόπο. Ποτέ βρώμικα. Γι αυτό, άλλωστε και γίναμε φίλοι. Το χαρακτηριστικό του ήταν ότι έπαιζε πάνω απ’ όλα για το καλό της ομάδας, δίχως να νοιάζεται, ποτέ, για τα προσωπικά στατιστικά του».
Γνωρίζατε ότι ήταν πολύ συναισθηματικός…
«Φυσικά. Γι αυτό άλλωστε και τον αγαπούσε, τόσο πολύ, ο κόσμος…».
Γιατί το ρωτάμε αυτό..; Θέλουμε να σας θυμίσουμε το περιστατικό στο φάιναλ φορ του Μονάχου και τη φασαρία που ξεκίνησε, ανάμεσα σε Μαγκι και Λυπηρίδη και κλιμακώθηκε με τη παρέμβαση του Γιαννάκη.
«Να σας πω την αλήθεια, δε θυμάμαι τόσο καλά αυτό το σκηνικό. Πέρασαν, άλλωστε, από τότε, πολλά χρόνια. Πάντα, μιλώντας για το Κέβιν, αισθάνομαι συναισθηματικά φορτισμένος, αφού, μιλάμε για ένα αδερφικό φίλο που δεν υπάρχει, πια…».
Για μας, αυτό το γεγονός, είναι κάτι σαν τους περίφημους φάκελους με τις υποθέσεις της KGB, ή της CIA, που «ανοίγουν», 20-30 χρόνια μετά. Δεν είναι υπερβολή, αν λέγαμε, ότι θεωρείτε, από μας, ως η μεγαλύτερη αιτία για την απώλεια εκείνου του ημιτελικού.
«Ξέρετε, κάποιες φορές, όντως, μια φασαρία, βοηθά όταν είσαι πίσω στο σκορ. Ίσως, τώρα που το λέτε, να ‘πρεπε να ξανακάναμε μια τέτοια και στο τελικό με τη Γιουγκοπλάστικα, μήπως και το παίρναμε… (γελάει)».
Εκείνη η Μακάμπι, που είχε ν’ αντιμετωπίσει ο Άρης, ήταν η καλύτερη της ιστορίας της;
«Αυτή είναι μια, πραγματικά, πολύ δύσκολη ερώτηση που δεν μπορώ ν’ απαντήσω. Δεν ξέρω, ίσως, μόνο αυτή του Παρκερ, του Χάφμαν, του Μακντοναλντς και του Βούισιτς, να ‘ταν η καλύτερη, αλλά, και πάλι, ίσως…
Αν, εκείνα τα χρόνια, είχαμε το επίπεδο των ξένων που προανέφερα, θα παίρναμε, σίγουρα, 2-3 πρωταθλητριών. Δυστυχώς, για μας, όμως, ο Μαγκι κι ο Μπαρλοου, από μόνοι τους, δεν ήταν αρκετοί…
Θέμα τύχης και συγκυριών, πιστεύω, ιδιαίτερα, για το φαιναλ φορ του Μονάχου. Είχαμε κερδίσει, τη Γιουγκοπλάστικα, δυο φορές κατά τη κανονική περίοδο και νομίζαμε ότι τους είχαμε του χεριού μας. Στο τελικό, όμως, παίζοντας καλή άμυνα πάνω στο Μαγκί, κατάφεραν να μας μπλοκάρουν κατακτώντας και το τρόπαιο».
Άρης, Μακάμπι, Μπαρτσελόνα, Γιουγκοπλάστικα, Τρέησερ. 5-6 ομάδες μεγαθήρια, θρύλοι. Αυτή ήταν Ευρωλίγκα…
«Νομίζω, ότι το, τότε, επίπεδο της, ήταν πολύ πιο ανταγωνιστικό. Κάθε παιχνίδι ήταν κι ένας τελικός. Τώρα πρέπει να περιμένεις το τοπ16, ή το τοπ8 για να δεις μεγάλα παιχνίδια. Αυτή είναι η διαφορά…».
Από εκείνη την ομάδα του Άρη, πέραν του Γκάλη και του Γιαννάκη, ποιους άλλους παίκτες ξεχωρίζατε;
«Το νούμερο 7, τον Σούμποτιτς, το Μάικ Τζόουνς και τον Βράνκοβιτς. Άλλος ένας μεγάλος θρύλος του Ευρωπαϊκού μπάσκετ».
Με το χέρι στη καρδιά, πιστεύεται ότι εκείνος ο μεγάλος Άρης, των τριών πρώτων φάιναλ φορ της ιστορίας, δικαιούνταν να πάρει ένα κύπελλο Πρωταθλητριών;
«Οπωσδήποτε και δικαιούνταν. Είναι αναμφισβήτητο αυτό, και το ‘χω ξαναπεί. Η μοναδική αδυναμία εκείνης της ομάδας ήταν ότι έχανε πολύ απ’ τη δυναμική της στα εκτός έδρας, παιχνίδια της. Γι αυτό και θεωρώ ότι το μεγαλύτερο λάθος των ανθρώπων που διοικούσαν, τότε, το Ελληνικό μπάσκετ ήταν ότι δεν προνόησαν να διοργανώσουν ένα φαιναλ φορ στην Θεσσαλονίκη. Αν γίνονταν, έστω κι ένα φαιναλ φορ, στην έδρα σας, η ιστορία για τον Άρη θα ‘ταν, σίγουρα, πολύ διαφορετική.»
Αλήθεια, τι το διαφορετικό είχε αυτή η ατμόσφαιρα;
«Το να παίζει κανείς αντίπαλος στο Αλεξάνδρειο, από μόνο του, ήταν μια καταστροφή, μια κόλαση… Πηγαίνοντας εκεί, το μόνο που θέλαμε ήταν να τελείωνε το παιχνίδι, όσο πιο γρήγορα γίνονταν, και να επιστρέφαμε στην ασφάλεια και την ηρεμία του ξενοδοχείου μας. Το χαρακτηριστικότερο είχε να κάνει με τη τρομερή φασαρία που υπήρχε. Σε κάθε τετραγωνικό του γηπέδου, επικρατούσε το αδιαχώρητο με τον κόσμο να στοιβάζεται, κυριολεκτικά, ο ένας πάνω στον άλλον. Θυμάμαι, ότι όλοι τους, φώναζαν σα δαιμονισμένοι, με τον ήχο να πήγαινε από κάτω προς τα πάνω και μετά ξανά κάτω. Όλο αυτό το concept, είχε σαν αποτέλεσμα, ότι, μέχρι να καταλάβεις σε μια τέτοια ατμόσφαιρα, το τι συμβαίνει, είχες χάσει και το παιχνίδι…».
Τους νέους συμπαίκτες σας, που μπαίνοντας μέσα στο Παλέ, δεν ήξεραν τι θ’ αντιμετώπιζαν, πως τους προετοιμάζατε, εσείς, οι παλιοί;
«Πρώτα απ’ όλα, προσπαθούσες, εσύ ο ίδιος να ηρεμήσεις και να μην επηρεαστείς. Πολύ ιδιαίτερο και σκληρό μέρος…».
Οφείλουμε να σου αναγνωρίσουμε, πάντως, ότι παρ’ όλες τις δύσκολες στιγμές που σου «προσφέραμε», ποτέ δε μας προκάλεσες. Ακόμα και στη καταιγίδα, κάθε λογής, αντικειμένου που έπεφτε, κάθε φορά που βγαίνατε στον αγωνιστικό χώρο.
«Βασικά, αν ήμουν προνοητικός και μάζευα όλα αυτά τα κέρματα, τώρα θα ‘χα μια περιουσία (γελάει). Πράγματι, οι δραχμές που είχατε, τότε, έπεφταν βροχή. Βέβαια δε συνέβαινε μόνο εδώ αυτό το φαινόμενο, αλλά και στη Μαδρίτη, το Σπλίτ και σ’ άλλα γήπεδα. Όμως, δεν το πήρα ποτέ προσωπικά, ούτε για τα κέρματα που μας πετούσαν, ούτε για τα συνθήματα που φώναζε, ο κόσμος, για την P.L.O, γιατί καταλάβαινα, ποια ήταν τα πραγματικά τους κίνητρα για όλα αυτά. Δεν είχαν τίποτα να κάνουν μαζί μας, ούτε, φυσικά, γίνονταν μόνο μαζί μας. Και φυσικά, σε καμία περίπτωση δεν ήθελαν να μας χτυπήσουν ή να μας προσβάλλουν, αλλά, να μας κάνουν να φοβηθούμε και μ’ αυτό τον τρόπο να βοηθήσουν να κερδίσει η ομάδα τους».
Έτσι ακριβώς είναι και νομίζουμε ότι το διαπίστωσες αυτό, απ’ τις εκδηλώσεις του κόσμου στο πρόσωπο σου, τη τελευταία φορά που ‘ρθες στη πόλη μας.
«Ξέρετε, είναι σαν τη μουσική. Ως λάτρης της μουσικής σας, ξέρω ότι τα τελευταία χρόνια η Ελληνική μουσική έχει αλλάξει κι από βαριά, έχει γίνει πολύ πιο ποπ. Όταν όμως θέλεις να βγεις έξω, να πιείς και να γλεντήσεις, θα περάσεις καλά μόνο με τα παλιά τραγούδια. Με Διονυσίου και Καζαντζίδη, έτσι; Προφανώς, κάτι τέτοιο νομίζω συνέβη και στη δική μου περίπτωση. Τους θύμισα κάτι καλό, κάτι ευχάριστο κι αισθάνομαι πολύ περήφανος γι αυτό».
Βάζοντας τον επίλογο, αυτής της κουβέντας μας, υπάρχει κάποιο μήνυμα που θέλετε να στείλετε, σ’ όλους αυτούς τους φίλους που θα ξαναδείτε σε λίγες εβδομάδες;
«Δεν είναι υπερβολή αν έλεγα, ότι ερχόμενος τη τελευταία φορά στη πόλη σας, μου ‘ρθε να σκύψω να φιλήσω το χώμα της. Δε ξέρω, αλλά, ίσως πρέπει να τσεκάρω, αν έχω ελληνικό αίμα, μέσα μου (γελάει). Για πολλούς Ισραηλινούς, η Θεσσαλονίκη ήταν η γενέθλια πόλη τους και σημαίνει πάρα πολλά. Μπορεί, εγώ, να μην έχω τη παραμικρή τέτοια σχέση με την πόλη σας, αλλά αισθάνομαι, το ίδιο κι αυτό προέρχεται απ’ όλο αυτό το παρελθόν μου με την ομάδα σας και τον κόσμο της. Αν μετανιώνω για ένα πράγμα στη καριέρα μου, είναι που δεν έπαιξα για τον Άρη. Δυστυχώς, δεν υπήρχε ο νόμος Μπόσμαν, τότε κι η μοναδική περίπτωση να πας κάπου ήταν σαν ξένος μια εποχή, που οι θέσεις των ξένων σε μια ομάδα ήταν μόλις δυο και καταληφθείσες, συνήθως, από τοπ αμερικάνους παίκτες».