Η ημέρα που «έσβησε» ο... Best of the Best! (photos+videos)
Μία... ντουζίνα χρόνια συμπληρώνονται από την ημέρα που «έφυγε» ένας από τους σπουδαιότερους ποδοσφαιριστές στην ιστορία του αθλήματος και το Onsports θυμάται την καριέρα του Τζορτζ Μπεστ.
Μία... ντουζίνα χρόνια συμπληρώνονται από την ημέρα που «έφυγε» ένας από τους σπουδαιότερους ποδοσφαιριστές στην ιστορία του αθλήματος και το Onsports θυμάται την καριέρα του Τζορτζ Μπεστ.
Πάρα πολλές είναι οι εικόνες του Τζορτζ Μπεστ που μπορεί να ανακαλέσει ένας φίλος του ποδοσφαίρου και οι οποίες χάνονται μέσα στα χρόνια και στις δεκαετίες που πέρασαν από την πρώτη ημέρα που φόρεσε τη φανέλα της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ. Πολλοί θυμούνται το πρώτο του παιχνίδι, άλλοι θυμούνται την κατάκτηση του Κυπέλλου Πρωταθλητριών Ευρώπης, την μάχη του με τον αλκοολισμό (σ.σ. αν και ποτέ ο ίδιος δεν ισχυρίστηκε πως πολεμάει το ποτό), κάποιοι ίσως θυμούνται μονάχα τον θάνατό του και μερικά στοιχεία που διάβασαν μεγαλώνοντας.
Aυτό που θα μείνει για πάντα χαραγμένο στο μυαλό όλων όμως, είναι το πανό που υψώθηκε στο σπίτι του Ιρλανδού «θρύλου» του παγκόσμιου ποδοσφαίρου, την ημέρα της κηδείας του. Ένα πανό που μπορεί να μην κρύβει ποδοσφαιρικές αλήθειες, μπορεί να «προσβάλει» δυο τοτέμ του αθλήματος, όμως είναι αρκετό για να καταλάβει κανείς την επιρροή που είχε στο άθλημα ο συγκεκριμένος άνθρωπος.
Το περίφημο πανό, περί ου ο λόγος, έγραφε: «Maradona good, Pele better, George Best». Σε έξι λέξεις, μια ομάδα φίλων της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ και του «wee Georgie» όπως τον αποκαλούσαν, κατάφερε να συγκεντρώσει όλο το ποδοσφαιρικό μεγαλείο και την ευφυία του τεράστιου αυτού ποδοσφαιριστή. Διότι μπορεί να μην ήταν καλύτερος του Πελέ ή του Μαραντόνα, είναι όμως μέχρι και τις μέρες μας ο μοναδικός Ευρωπαίος ποδοσφαιριστής που μπορεί να «σπάσει» τον ποδοσφαιρικό... δικομματισμό και με αξιώσεις να συγκριθεί με τους δυο μεγάλους.
Στις 14 Σεπτεμβρίου του 1963 ο 17χρονος «μαλλιάς» από τη Βόρεια Ιρλανδία έκανε το ντεμπούτο του στην First Division, ξεκινώντας ως βασικός στον αγώνα της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ με τη Γουέστ Μπρομ. Οι «κόκκινοι διάβολοι» νίκησαν 1-0 και από την επόμενη μέρα κιόλας ο Μπεστ επέστρεψε στις ρεζέρβες της Γιουνάιτεντ, όπου έμεινε μέχρι τον Δεκέμβριο του ’63.
Τότε, στις 28 Δεκεμβρίου, έπαιξε για δεύτερη φορά με την πρώτη ομάδα των «κόκκινων διαβόλων» στη νίκη με 5-1 επί της Μπέρνλι.
Ο «θρύλος» Ματ Μπάσμπι τον δοκίμαζε ξανά και αυτή τη φορά ο Μπεστ τον έπεισε για τα καλά ότι μπορεί να γίνει ένας μεγάλος ηγέτης. Έμεινε στην πρώτη ομάδα και το τέλος της σεζόν 1963-64 τον βρήκε να έχει πραγματοποιήσει 26 συμμετοχές, πετυχαίνοντας έξι γκολ με τη φανέλα της Γιουνάιτεντ.
Το νερό είχε μπει στο αυλάκι. Ο μεγαλύτερος Ευρωπαίος ποδοσφαιριστής στην ιστορία έκανε τα... βρεφικά του βήματα προς την κορυφή του πλανήτη.
Πάνω από όλα όμως, αυτό που είχε σημασία, το... σενάριο πάνω στο οποίο ξετυλίχτηκε το κουβάρι της καριέρας του Μπεστ, ήταν ένα: ο συγκεκριμένος ποδοσφαιριστής έμελλε να συγκεντρώσει πάνω του όλες (σ.σ. και όταν λέμε όλες, εννοούμε ΟΛΕΣ) τις ελπίδες των απανταχού Μανκούνιανς για την επιστροφή της ομάδας στην κορυφή της Αγγλίας και της Ευρώπης, μετά την φρικτή τραγωδία του Μονάχου.
Πάνω από όλα όμως, αυτό που είχε σημασία, το... σενάριο πάνω στο οποίο ξετυλίχτηκε το κουβάρι της καριέρας του Μπεστ, ήταν ένα: ο συγκεκριμένος ποδοσφαιριστής έμελλε να συγκεντρώσει πάνω του όλες (σ.σ. και όταν λέμε όλες, εννοούμε ΟΛΕΣ) τις ελπίδες των απανταχού Μανκούνιανς για την επιστροφή της ομάδας στην κορυφή της Αγγλίας και της Ευρώπης, μετά την φρικτή τραγωδία του Μονάχου.
Έμεινε στην πρώτη ομάδα και το τέλος της σεζόν 1963-64 τον βρήκε να έχει πραγματοποιήσει 26 συμμετοχές, πετυχαίνοντας έξι γκολ με τη φανέλα της Γιουνάιτεντ. Το νερό είχε μπει στο αυλάκι.
Ο μεγαλύτερος Ευρωπαίος ποδοσφαιριστής στην ιστορία έκανε τα... βρεφικά του βήματα προς την κορυφή του πλανήτη. Πάνω από όλα όμως, αυτό που είχε σημασία, το... σενάριο πάνω στο οποίο ξετυλίχτηκε το κουβάρι της καριέρας του Μπεστ, ήταν ένα: ο συγκεκριμένος ποδοσφαιριστής έμελλε να συγκεντρώσει πάνω του όλες (σ.σ. και όταν λέμε όλες, εννοούμε ΟΛΕΣ) τις ελπίδες των απανταχού Μανκούνιανς για την επιστροφή της ομάδας στην κορυφή της Αγγλίας και της Ευρώπης, μετά την φρικτή τραγωδία του Μονάχου.
Για το αν ο προπονητής της Γιουνάιτεντ έπαιξε ρόλο στην εξέλιξη του Μπεστ, δεν τίθεται καν ερώτημα. Με τον «δάσκαλο» σερ Ματ Μπάσμπι στον πάγκο, ο Ιρλανδός σταρ δεν έκανε απλώς βήματα προόδου, αλλά άλματα!
Ο... καλλιτεχνικός τρόπος με τον οποίο χειριζόταν τη μπάλα και κινούταν στο γήπεδο, έβρισκε απέναντί του το σκληρό παιχνίδι των Άγγλων αμυντικών οι οποίοι έμοιαζαν διατεθειμένοι να του... κόψουν τη μπάλα, προκειμένου να διασυθούν από ένα 19χρονο αγόρι.
Ο Μπάσμπι είχε την απάντηση στο... τσεπάκι του όταν ρωτήθηκε για το αν φοβάται με τον τρόπο που αντιμετωπίζουν οι αντίπαλοι τον παίκτη:
«Δεν υπάρχει καμία προπόνηση της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ από την ημέρα που ο Μπεστ έγινε μέλος της ομάδας, που να μην αποχωρεί από το προπονητικό κέντρο γεμάτος μελανιές και γρατζουνιές. Φροντίζουμε εσωτερικά, μέσω των έμπειρων συμπαικτών του, να μάθει να αντέχει στο σκληρό στιλ ποδοσφαίρου της Αγγλίας».
Όπερ και εγένετο. Εκτός από χορευτής του χορταριού και γητευτής της στρογγυλής θεάς, ο Μπεστ εξελίχθηκε σε ένα πραγματικό «τανκ» το οποίο κυριαρχούσε στους αιθέρες σε κάθε ευκαιρία, σκοράροντας με τρομερό ρυθμό τόσο με τη μπάλα χαμηλά όσο και με κεφαλιές.
Πολλοί αμφιβάλλουν για το ποιά είναι πραγματικά η στιγμή που ο Μπεστ έκανε το μεγάλο «μπαμ». Δεν υπάρχει αμφιβολία πως ένας παίκτης εκτοξεύει την φήμη του και καθιερώνεται στον ποδοσφαιρικό χάρτη, όταν φεύγει από την χώρα που αγωνίζεται και παίζει σε αγώνα διασυλλογικής διοργάνωσης. Ο Μάρτιος του 1966 και συγκεκριμένα η 9η Μαρτίου, ήταν η μέρα της... κρίσης. Στον προημιτελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών Ευρώπης η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ βρήκε μπροστά της την πανίσχυρη Μπενφίκα.
Οι δυο ομάδες, με τον Εουσέμπιο να δεσπόζει στην γραμμή «πυρός» των «αετών» της Λισσαβόνας, συγκρούστηκαν στα προημιτελικά και στο πρώτο ματς στο «Ολντ Τράφορντ» η Γιουνάιτεντ νίκησε 3-2 και πήρε βραχύ προβάδισμα για πρόκριση. Ο επαναληπτικός στη Λισσαβόνα ήταν τελείως διαφορετικός από το αναμενόμενο, με τον Μπεστ να μπαίνει... φουριόζος στο ματς και να δείχνει ποιος είναι το αφεντικό. Με δυο γκολ στο έκτο και στο 13ο λεπτό, ο νεαρός χαφ άνοιξε το δρόμο για μια ιστορική και επική νίκη των «κόκκινων διαβόλων» με 5-1 που τους χάρισε μια θέση στην τετράδα. Ένας μεγάλος ηγέτης, ένας τσαμπουκαλής ποδοσφαιριστής που δεν υπολόγιζε αντιπάλους και έδρες, είχε γεννηθεί ήδη.
Η σεζόν 1966-67 πέρασε με πλήρη επιτυχία, με τη Γιουνάιτεντ να κατακτά το Πρωτάθλημα και τον Μπεστ να μαγεύει στα γήπεδα της Αγγλίας, σκοράροντας 10 φορές σε 45 αγώνες. Η σιγουριά του για την ομάδα και η ηγετική φύση του είχαν αρχίσει ήδη να... ξεχειλίζουν, με τον... χορευτή των «κόκκινων διαβόλων» να δηλώνει: «Αν το Πρωτάθλημα κρινόταν μόνο στα εντός έδρας ματς, θα το κατακτούσαμε κάθε χρονιά χωρίς αντίπαλο. Φέτος η διαφορά έγινε στα εκτός έδρας παιχνίδια».
Την αμέσως επόμενη χρονιά τα πράγματα δεν ήταν αντίστοιχα εντός συνόρων, αφού η μισητή συμπολίτισσα Σίτι πήρε το Πρωτάθλημα. Αυτό που πραγματικά «έκαιγε» τους Μανκούνιανς όμως ήταν μια διάκριση σε ευρωπαϊκό επίπεδο και ακριβώς αυτό συνέβη, με την υπογραφή του Μπεστ να μπαίνει φαρδιά πλατιά στο πρώτο Κύπελλο Πρωταθλητριών Ευρώπης στην ιστορία του συλλόγου. «Καθαρίζοντας» τις Σεράγεβο και Γκόρνικ Ζάμπρζε στους δυο πρώτους γύρους, η Γιουνάιτεντ βρέθηκε στα ημιτελικά απέναντι στην τεράστια Ρεάλ Μαδρίτης. Το τέρμα του Μπεστ στο πρώτο ματς του «Ολντ Τράφορντ» έμελλε να δώσει την πρόκριση στην ομάδα, αφού στον επαναληπτικό του «Σαντιάγο Μπερναμπέου» το τελικό 3-3 χάρη σε μια επική ανατροπή στο δεύτερο ημίχρονο, διαμόρφωσε το τελικό 4-3 υπέρ της ομάδας του Ματ Μπάσμπι.
Το τρίτο γκολ της Γιουνάιτεντ «φτιάχτηκε» από τον Μπεστ και το πέτυχε ο Μπιλ Φουλκς. Ο μεγάλος τελικός ήταν με αντίπαλο την Μπενφίκα του Εουσέμπιο, απέναντι στην οποία ο Μπεστ είχε κάνει το πρώτο μεγάλο ευρωπαϊκό παιχνίδι της καριέρας του. Αυτό ακριβώς έπραξε και στον τελικό του Λονδίνου στο «Γουέμπλεϊ». Τα γκολ των Τσάρλτον (53’) και Γκράτσα (75’) έστειλαν το παιχνίδι στην παράταση. Χρειάστηκε να περάσουν μόλις τρία λεπτά ώστε ο Βορειοϊρλανδός να βάλει ξανά το... χεράκι του, καθώς στο 93’ έδωσε προβάδισμα στην ομάδα του και ένα λεπτό αργότερα το τέρμα του Μπράιαν Κιντ έκανε το 3-1. Ο Τσάρλτον με το δεύτερο γκολ του στον τελικό, στο 99ο λεπτό, διαμόρφωσε το τελικό και επιβλητικό 4-1, με τη Γιουνάιτεντ να πανηγύριζει το πρώτο από τα τρία Ευρωπαϊκά της ιστορίας της.
Το τέλος του 1968 τον βρήκε στην κορυφή του κόσμου, καθώς τιμήθηκε με τη «Χρυσή Μπάλα» και έγινε ο πρώτος Βορειοϊρλανδός που κατακτά το συγκεκριμένο βραβείο. Σε ηλικία μόλις 22 ετών είχε ήδη στο παλμαρέ του το Πρωτάθλημα Αγγλίας, το Κύπελλο Πρωταθλητριών Ευρώπης και τη Χρυσή Μπάλα. Ο μεγάλος τελικός ήταν με αντίπαλο την Μπενφίκα του Εουσέμπιο, απέναντι στην οποία ο Μπεστ είχε κάνει το πρώτο μεγάλο ευρωπαϊκό παιχνίδι της καριέρας του. Αυτό ακριβώς έπραξε και στον τελικό του Λονδίνου στο «Γουέμπλεϊ». Τα γκολ των Τσάρλτον (53’) και Γκράτσα (75’) έστειλαν το παιχνίδι στην παράταση.
Χρειάστηκε να περάσουν μόλις τρία λεπτά ώστε ο Βορειοϊρλανδός να βάλει ξανά το... χεράκι του, καθώς στο 93’ έδωσε προβάδισμα στην ομάδα του και ένα λεπτό αργότερα το τέρμα του Μπράιαν Κιντ έκανε το 3-1. Ο Τσάρλτον με το δεύτερο γκολ του στον τελικό, στο 99ο λεπτό, διαμόρφωσε το τελικό και επιβλητικό 4-1, με τη Γιουνάιτεντ να πανηγύριζει το πρώτο από τα τρία Ευρωπαϊκά της ιστορίας της. Το τέλος του 1968 τον βρήκε στην κορυφή του κόσμου, καθώς τιμήθηκε με τη «Χρυσή Μπάλα» και έγινε ο πρώτος Βορειοϊρλανδός που κατακτά το συγκεκριμένο βραβείο. Σε ηλικία μόλις 22 ετών είχε ήδη στο παλμαρέ του το Πρωτάθλημα Αγγλίας, το Κύπελλο Πρωταθλητριών Ευρώπης και τη Χρυσή Μπάλα.
Αμέσως μετά το τέλος της τεράστιας επιτυχίας του ’68 με την κατάκτηση του Ευρωπαϊκού, ξεκίνησε η κατάρρευση μιας λαμπρής καριέρας. Ο άνθρωπος που κράτησε όρθια μια ομάδα χτυπημένη από μια από τις πιο θλιβερές τραγωδίες στην ιστορία του ποδοσφαίρου, άρχισε να... λυγίζει. Αντίπαλός του, κάτι το οποίο ο ίδιος ποτέ δεν αποδέχθηκε, το ποτό. Ο λόγος που... χάλασε το δικό του συκώτι και αυτό που του πρόσφερε η γυναίκα του, σε μια απέλπιδα προσπάθεια να κρατηθεί στη ζωή, ήταν η αιτία που ο εντυπωσιακότερος Ευρωπαίος ποδοσφαιριστής των τελευταίων 50 ετών, είδε την καριέρα του να καταρρέει σαν χάρτινος πύργος. Η παραίτηση του Ματ Μπάσμπι οδήγησε την Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ σε ένα χάος που παρόμοιό του ελάχιστες ομάδες αυτού του βεληνεκούς έχουν ζήσει στο σύγχρονο ποδόσφαιρο. Η... αγία τριάδα Μπεστ, Τσάρλτον, Λο συνέχισε να βρίσκεται στην ομάδα και να μεγαλουργεί, όμως ο «δάσκαλος» είχε αποχωρήσει και οι «κόκκινοι διάβολοι» βολόδερναν στη μέση της βαθμολογίας. Χαρακτηριστική είναι η ατάκα του Μπεστ για εκείνη την περίοδο: «Ένιωθα πολλές φορές ότι ολόκληρη η ομάδα βρισκόταν στις πλάτες μου και έπρεπε να την κουβαλήσω μόνος μου».
Η επιστροφή του Μπάσμπι τον Δεκέμβριο του ’70 επανέφερε την ηρεμία στις τάξεις της ομάδας, όχι όμως και στη ζωή του Μπεστ ο οποίος εξελισσόταν σε έναν celebrity της νύχτας και θεωρούταν πλέον ένας από τους μεγαλύτερους «γυναικάδες» της εποχής. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε το γεγονός ότι τιμωρήθηκε από την ίδια τη Γιουνάιτεντ για δυο εβδομάδες, επειδή έχασε το τρένο για το «Στάμφορντ Μπριτζ», έχοντας περάσει την προηγούμενη νύχτα με την ηθοποιό Σινίντ Κιούζακ.
Κάθε φορά που πατούσε το πόδι του στο χορτάρι του «Ολντ Τράφορντ» φρόντιζε να... ζαλίζει τους αντιπάλους του, σημειώνοντας γκολ σπάνιας ομορφιάς όπως το τέρμα στο ματς με την Σέφιλντ Γιουνάιτεντ τη σεζόν 1970-71 όταν «άδειασε» τέσσερις αμυντικούς και έστειλε τη μπάλα στα δίχτυα. Εκτός γηπέδου, η ζωή του γινόταν όλο και πιο επεισοδιακή. Η αποβολή του στο ματς με την Τσέλσι συνοδεύθηκε από απειλές για τη ζωή του, με τον Μπεστ να απουσιάζει από τις προπονήσεις για μια ολόκληρη εβδομάδας τον Γενάρη του ’71, καλοπερνώντας με την Μις Μεγάλη Βρετανία, Κάρολιν Μουρ!
Το τέλος της σεζόν τον βρήκε στην κορυφή των σκόρερ της ομάδας για έκτη συνεχόμενη χρονιά και η... ψυχρολουσία που προκλήθηκε με την ανακοίνωσή του πως σταματάει το ποδόσφαιρο, ήταν μόνο η αρχή ενός... παράλογου θεάτρου. Παρουσιάστηκε κανονικά στην καλοκαιρινή προετοιμασία της ομάδας και συνέχισε να αγωνίζεται, ανήκε πλέον στην... κλίκα των παλιών και αρνούταν να μιλήσει με οποιονδήποτε νεότερο παίκτη, ενώ τον Δεκέμβρη του 1971 εξαφανίστηκε για πολλές μέρες, γυρίζοντας από πάρτι σε πάρτι στα κλαμπ του Λονδίνου!
Τιμωρήθηκε από την ομάδα, του επιβλήθηκε πρόστιμο και μπήκε στην λίστα των παικτών προς πώληση ενάντι του... συμβολικού ποσού των 300.000 λιρών. Η αποχώρηση του Ο’ Φάρελ οδήγησε τον Μπεστ στο να ανακοινώσει για δεύτερη φορά σε διάστημα μικρότερο του ενός έτους, την αποχώρησή του από το ποδόσφαιρο. Επέστρεψε, φυσικά, στις 27 Απριλίου και συνέχισε να προπονείται και να παίζει.
Την 1η Ιανουαρίου του 1974, στην αγωνιστική της «Boxing Day», ο Μπεστ έπαιξε για τελευταία φορά με τη φανέλα της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ στον αγώνα με την ΚΠΡ στο «Λόφτους Ρόουντ» με τους «κόκκινους διάβολους» να χάνουν 3-0. Δεν παρουσιάστηκε στην προπόνηση για τις τρεις επόμενες μέρες και τέθηκε εκτός ομάδας από τον Τόμι Ντόχερτι, παρότι ο ίδιος ισχυριζόταν ότι ο Ντόχερτι τον μισούσε. Λίγες μέρες αργότερα συνελήφθη με την κατηγορία της κλοπής του διαβατηρίου, της γούνας και του μπλοκ επιταγών της Αμερικανίδας ηθοποιού, Μάρτζορι Γουάλας. Αθώωθηκε και οι κατηγορίες αποσύρθηκαν. Στο τέλος της σεζόν 1973-74 η Γιουνάιτεντ έγραψε μια μαύρη σελίδα στην ιστορία της, καθώς υποβιβάστηκε στην Second Division. Τα χρόνια που ακολούθησαν είδαν τον Μπεστ να... βολοδέρνει σε Νότιο Αφρική, Ιρλανδία, ΗΠΑ, Σκοτία και Αυστραλία, προσπαθώντας να βρει τη... σπίθα που είχε χάσει η καριέρα του. Μάταια.
Κατά τη διάρκεια της καριέρας του ο Μπεστ αγωνίστηκε με τα χρώματα της Β. Ιρλανδίας 37 φορές και πέτυχε εννέα τέρματα. Με τη φανέλα της πατρίδας του σημείωσε ένα από τα διασημότερα γκολ στην ιστορία, απέναντι στην Αγγλία στο Μπέλφαστ, όταν κατάφερε να εμποδίσει τον τερματοφύλακα Γκόρντον Μπανκς από το να διώξει τη μπάλα και στη συνέχεια με κεφαλιά έστειλε τη στρογγυλή θεά στα δίχτυα των Άγγλων.
Η σπιρτάδα και η πονηριά του, σε συνδυασμό με την απίστευτη ανάγκη που είχε να αποδεικνύει πως είναι ο καλύτερος όλων ωστόσο, φάνηκαν στον αγώνα για τα προκριματικά του Μουντιάλ του ’78 με αντίπαλο την Ολλανδία του μεγάλου Γιόχαν Κρόιφ. Στο πέμπτο λεπτό του αγώνα με το σκορ στο 0-0 ο Μπεστ βρέθηκε στην αριστερή πτέρυγα της Β. Ιρλανδίας. Όπως ήταν... αναμενόμενο από έναν άνθρωπο που το μυαλό του έτρεχε με διαφορετικό τρόπο από αυτό πολλών ποδοσφαιριστών που έχει δει η ανθρωπότητα, δεν κατευθύνθηκε προς την αντίπαλη εστία. Σύγκλινε προς τη μεσαία γραμμή, πέρασε τρεις Ολλανδούς και έφτασε στον Κρόιφ ο οποίος βρισκόταν στην απέναντι πλευρά του γηπέδου!
Μοναδικός του στόχος; Να... ντροπιάσει τον κορυφαίο ποδοσφαιριστή της εποχής, κάτι το οποίο κατάφερε, περνώντας τη μπάλα κάτω από τα πόδια του Γιόχαν Κρόιφ.
Στα χρόνια που ακολούθησαν μετά το τέλος της ποδοσφαιρικής του καριέρας, ο Μπεστ πολέμησε με τα προβλήματα τα οποία είχε προκαλέσει ο αλκοολισμός στον οργανισμό του. Στην ουσία, ο πόλεμος ήταν μεταξύ των υπόλοιπων οργάνων του πλην του εγκεφάλου και του αλκοόλ, μιας και ο ίδιος δεν σταμάτησε ούτε λεπτό να πίνει από την ημέρα που ερωτεύθηκε το ποτό. Κάθε του κουβέντα γύρω από το ζήτημα, έμοιαζε να «επισφραγίζει» το μοναδικό δεδομένο της ζωής του: θα πέθαινε εξαιτίας του αλκοόλ και το γνώριζε, όμως δεν ήθελε να κάνει τίποτα για αυτό, μιας και το απολάμβανε περισσότερο.
Η ιστορική ατάκα του σχετικά με τον αλκοολισμό, μνημονεύεται μέχρι τις μέρες μας, ιδιαίτερα από φανατικούς καπνιστές: «Το 1969 παράτησα τις γυναίκες και το αλκοόλ. Ήταν τα χειρότερα 20 λεπτά της ζωής μου». Τόσο άντεχε μακριά από το ποτό και στα 59 του άφησε την τελευταία του πνοή, βυθίζοντας σε οριστικό πένθος μια τεράστια μερίδα ανθρώπων που θαύμασαν τα κατορθώματά του, απογοητεύτηκαν με την πορεία της καριέρας του αλλά τον κράτησαν όλοι χαραγμένο στη μνήμη τους, μεταλαμπαδεύοντας την γνώστη της ύπαρξής τους στις επόμενες γενιές, όπως έπραξαν αυτοί που έζησαν τον Πελέ, τον Μαραντόνα, τον Κρόιφ, την Μπεκενμπάουερ, τον Ζιντάν και όπως θα πράξουν σε μερικά χρόνια όσοι ζουν αυτή τη στιγμή τον Λιονέλ Μέσι.
Ο Μπεστ ήταν αυτό που οι Αμερικάνοι ονομάζουν «once in a lifetime». Μια προσωπικότητα τόσο εκρηκτική, επιβλητική και μεγάλη που δεν μπορούσαν να περιορίσουν οι τέσσερις γραμμές του γηπέδου, ο τεράστιος Ματ Μπάσμπι, οι εκατομμύρια οπαδοί της Γιουνάιτεντ, το αγαπημένο του ουίσκι, οι γυναίκες, ούτε καν η μπάλα. Ένας ποδοσφαιριστής-μοντέλο, «γυναικάς» της εποχής από τους λίγους, ο οποίος μπορεί να συγκριθεί μονάχα με ένα αστέρι που πέφτει σε νυχτερινό ουρανό: λαμπρός και εντυπωσιακός, αξέχαστος, αλλά σύντομος.