Δημήτρης Ελευθερόπουλος: Ο «μπον βιβέρ» των γκολπόστ(video)
Με αφορμή την απόφαση του 35χρονου πορτιέρο να εγκαταλείψει την ενεργό δράση, επιχειρούμε μια ανασκόπηση κι ένα «ψυχογράφημα» της πλούσιας καριέρας του.
Από τον Παναγιώτη Χριστόπουλο
Η μεγαλύτερη αδικία για τον Δημήτρη Ελευθερόπουλο είναι ότι σε δέκα χρόνια από τώρα οι περισσότεροι θα τον θυμούνται για την χειρότερή του στιγμή. Είναι μια αδικία της αδυσώπητης διάθεσης για κριτική που έχουμε έμφυτη ως λαός. Αλλά είναι και μια αδικία που ο ίδιος ο διεθνής τερματοφύλακας έκανε στον εαυτό του. Γιατί είναι η αλήθεια πως τα αθλητικά προσόντα του ίσως να μην τα είχε ποτέ κανείς άλλος Έλληνας ποδοσφαιριστής που έπαιξε στην κρίσιμη αυτή θέση. Είναι όμως εξίσου αλήθεια πως ο ίδιος ο «Ελέ» έκανε το παν για να προκαλεί το περιβάλλον του, σαν να αγνοούσε πώς κάποια μέρα θα το έβρισκε μπροστά του. Αλλά ας βάλουμε τα πράγματα σε μια σειρά...
Ολυμπιακός – Γιουβέντους 1-1
Τον Μάρτιο του 1999 ο Ολυμπιακός βρισκόταν ένα βήμα πριν από την πρόκριση στους 4 του Champions League, προηγούμενος 1-0 της Γιουβέντους και πολιορκώντας ασταμάτητα την εστία του Ραμπούλα μέσα σ’ ένα φλεγόμενο Ολυμπιακό Στάδιο. Πέντε λεπτά πριν την λήξη του αγώνα, ο Μπιριντέλι, σε μια κατεβασιά από τα δεξιά έκανε μια άτεχνη σέντρα προς την περιοχή. Έμοιαζε πιο πολύ σαν νά ‘θελε να ξεφορτωθεί τη μπάλα από τα πόδια του, παρά να βρει το κεφάλι κάποιου συμπαίκτη του –όχι παράλογο, αφού η όλη εικόνα της «Γηραιάς Κυρίας» σ’ εκείνο το ματς δεν ήταν αντάξια του ονόματός της. Η μπάλα διέγραψε μια τεράστια καμπύλη και ο Δημήτρης Ελευθερόπουλος είχε όλο το χρόνο να βγει λίγο από τα γκολπόστ του και να την μαζέψει με τα χέρια. Και αυτό έκανε. Αλίμονο, όμως. Ο ισχυρός αέρας που επικρατούσε εκείνη τη μέρα στο Μαρούσι έστειλε την μπάλα λίγο πιο μπροστά από εκεί που την περίμενε ο γκολκίπερ του Ολυμπιακού, ο Πίπο Ιντζάκι πρόλαβε και άπλωσε το πόδι του όσο χρειαζόταν για να της αλλάξει λίγο πορεία από εκεί που ορμούσε ο «Ελέ», η μπάλα στρώθηκε στον Αντόνιο Κόντε κι αυτός την πλάσαρε στην κενή εστία.
Η αδικία που έκανε στον εαυτό του ο Δημήτρης Ελευθερόπουλος δεν σημειώθηκε εκείνη την στιγμή, εκείνη τη βραδιά, εκείνη τη σεζόν. Ήταν ένα διαρκές έγκλημα που ξεκίνησε από το 1996, όταν σε ηλικία μόλις 20 ετών γινόταν ο βασικός τερματοφύλακας του Ολυμπιακού. Εκείνη όμως τη μαρτιάτικη νύκτα στο ΟΑΚΑ, ο αδέκαστος κριτής που ακούει στο όνομα «Θύρα 7» πήρε πλέον την απόφαση να πάψει να τον συγχωρεί. Η ανάγκη και η αγωνία των οπαδών του Ολυμπιακού για μια διάκριση στην Ευρώπη, μια πορεία που θα μπορούν «να τρίβουν στα μούτρα» του «Ευρωπαίου» αιωνίου αντιπάλου τους, γιγάντωσε το αίσθημα απογοήτευσης για εκείνη την ισοπαλία και την κριτική τους απέναντι στον χαρακτήρα του Ελευθερόπουλου. Ήταν το εξιλαστήριο θύμα –ίσως άδικα, αλλά κάποιος έπρεπε να την πληρώσει. Και ο «Ελέ» είχε ήδη δώσει αρκετές αφορμές.
Στήνοντας από την αρχή την περίφημη παρέα «του φραπέ στο Μικρολίμανο» με τον Γρηγόρη Γεωργάτο και τον Γιώργο Ανατολάκη, σύντομα βρέθηκε στη θέση να λύνει και να δένει στα αποδυτήρια. Υπήρχαν συμπαίκτες, προπονητές, φίλαθλοι που δεν αγάπησαν ποτέ το συγκεκριμένο τρίο, όσο μεγάλες εμφανίσεις κι αν έκανε στον αγωνιστικό χώρο. Κάποιοι ίσως ζήλευαν το ταλέντο τους, κάποιοι ίσως δεν γούσταραν την «αρχηγική» τους στόφα, κάποιοι ίσως απλά δεν μπορούσαν να λειτουργούν υπό το καθεστώς «κλίκας» που η παρέα του Ελευθερόπουλου έστηνε στον Ολυμπιακό. Το σίγουρο είναι πως ο γκολκίπερ είχε τους εχθρούς του. Και σε σχέση με τους άλλους δύο της παρέας, κρατούσε την πιο επικίνδυνη θέση. Πίσω από τον τερματοφύλακα υπάρχουν μόνο τα δίκτυα. Κάθε του λάθος αποβαίνει μοιραίο. Κι εκείνο το μαρτιάτικο βράδυ, ο Ελευθερόπουλος βρήκε τη Νέμεσή του...
«Εφυγα και βρήκα την υγειά μου»
Ο Πειραιώτης Δημήτρης Ελευθερόπουλος ήταν γέννημα – θρέμα του Ολυμπιακού, αλλά πρωτόπαιξε μπάλα στην Προοδευτική, όπου είχε πάει δανεικός τη σεζόν 1994-1995. Την επόμενη χρονιά, κι αφού είχει κάνει «πράγματα και θαύματα», επέστρεψε στον Ολυμπιακό και παρά το νεαρόν της ηλικίας του καθιερώθηκε ως βασικός. Έμεινε μέχρι και τη σεζόν 2003-2004 και πανηγύρισε 8 τίτλους (7 πρωταθλήματα κι ένα Κύπελλο). Ήδη όμως από την επόμενη σεζόν από εκείνη που ο Ολυμπιακός κόντεψε να φθάσει στην ημιτελικό του Champions League, η χρήση του στην βασική ενδεκάδα άρχισε να περιορίζεται –λόγω και της ατυχίας του με συνεχείς τραυματισμούς. Είναι η περίοδος που φεύγει και ο Μπάγιεβτς και οι ξένοι προπονητές που τον αντικαθιστούν δεν μπορούν με τίποτε πια να χαλιναγωγήσουν την «τριάδα του φραπέ». Η κερκίδα δεν τον ήθελε πια, όλοι μιλούσαν για την αδυναμία του στις εξόδους και ξεχνούσαν τις υπόλοιπες αρετές του (τέτοιες που δεν είχε να δείξει άλλος Έλληνας γκολκίπερ εκείνη την εποχή), πολλοί συμπαίκτες του είχαν απηυδήσει με την συμπεριφορά του, το παρεάκι του Μικρολίμανου δεχόταν πια τα πυρά όλων.
Εκτός γηπέδων, ο νεαρός, όμορφος ποδοσφαιριστής, με τον έντονο χαρακτήρα, ζούσε μια δεύτερη «καριέρα». Μπον βιβέρ, δεν δίσταζε να εμφανίζεται σε κλαμπ και άλλα κέντρα διασκέδασης όταν το πρόγραμμα της ομάδας το επέτρεπε (ή και όχι –εξ άλλου, λόγω των τραυματισμών του είχε αρκετές «ελεύθερες μέρες») και να κάνει παρέα με δεσποινίδες εκπάγλου καλλονής. Ο δεσμός του με την ηθοποιό Άννα Μαρία Παπαχαραλάμπους απασχολούσε για μεγάλο διάστημα τον Τύπο περισσότερο κι από ότι οι αθλητικές του επιδόσεις. Και μετά τον χωρισμό τους, τού αποδόθηκαν σχέσεις με αρκετές ακόμη γνωστές Ελληνίδες. Ήταν όμως ο δεσμός του με μιαν άγνωστη αεροσυνοδό που τον οδήγησε στην «γυναίκα της ζωής του». Καρπός εκείνης της σχέσης (που ποτέ δεν ολοκληρώθηκε με γάμο) ήταν η 10χρονη σήμερα Ιωάννα, η μεγαλύτερη λατρεία του και ο αιώνιος έρωτάς του. Όταν μαθεύτηκε πάντως ότι ο Δημήτρης Ελευθερόπουλος είχε παιδί, σε συνδυασμό με όσα περιγράφαμε πιο πάνω για την κατάσταση στο Λιμάνι και με την πεσμένη του αγωνιστική απόδοση, η πίεση από παντού είχε αρχίσει να γίνεται αφόρητη.
Το 2001 είχε προκύψει ένα ακόμη συμβάν που θα σήμαινε τον αποκλεισμό του από την Εθνική ομάδα, τουλάχιστον όσο ο Ότο Ρεχάγκελ θα ήταν προπονητής της (και ήταν ο δεύτερος «αποκλεισμός», αφού και παλαιότερα ο Βασίλης Δανιήλ τον είχε «κόψει» όταν έμαθε ότι σε κάποια αποστολή είχε φέρει γυναίκες στο ξενοδοχείο!). Στο πρώτο κιόλας ματς του Γερμανού στον πάγκο, σ’ εκείνο το διαβόητο 1-5 από την Φινλανδία, ο Ελευθερόπουλος επέδειξε την συνήθη του συμπεριφορά στα αποδυτήρια. Αλλά αυτό που οι άλλοι ανέχονταν για σχεδόν μια δεκαετία στον Ολυμπιακό, ο Ότο Ρεχάγκελ δεν το διαπραγματεύθηκε ούτε για ένα λεπτό. Τού έκανε σαφές ότι δεν θέλει τέτοιες συμπεριφορές την Εθνική, τον έβαλε το μάτι και δεν τον ξανακάλεσε ποτέ. Η ομάδα προκρινόταν για το Euro του 2004 όπου θα κέρδιζε θριαμβευτικά το τρόπαιο και ο Ελευθερόπουλος –ίσως ο καλύτερος Έλληνας τερματοφύλακας μαζί με τον Αντώνη Νικοπολίδη- δεν ήταν καν στην αποστολή. Η πρόταση της Μεσίνα ήλθε ως μάνα εξ ουρανού και το 2004 ο γκολκίπερ εγκατέλειψε την Ελλάδα. Και δεν δίστασε, λίγο καιρό μετά, να δηλώσει: «Έφυγα και βρήκα την υγειά μου».
Η Ιταλία και η επιστροφή
Στην Ιταλία, ώριμος πια (έφυγε στα 28 του) και τιμωρημένος για το ατίθασο του χαρακτήρα του, δίπλα σε προπονητές που δεν θα ανέχονταν καπρίτσια και νυκτοπερπατήματα, ο Δημήτρης Ελευθερόπουλος ξαναβρήκε την αγωνιστική του αξιοπρέπεια. Παίζει λίγα ματς με τη Μεσίνα, αλλά όλα είναι άκρως εντυπωσιακάμ με αποτέλεσμα να τον αγοράσει την επόμενη κιόλας σεζόν η Μίλαν! Στη Μίλαν μπορεί να μην χρησιμοποιήθηκε ποτέ, αλλά και μόνο το όνομα της ομάδας ήταν μια τεράστια ένεση αυτοπεποίθησης. Έκανε μια εντυπωσιακή, πενταετή καριέρα στο Καμπιονάτο (σε Μεσίνα, Ρόμα, Άσκολι και Σιένα), αλλά κυρίως ανακάλυψε τον άλλο εαυτό που έκρυβε. Ασχολούμενος πια μόνο με το ποδόσφαιρο και μακριά από τα κουτσομπολιά των ελληνικών «κιτρινορόζ» μέσων ή την -προκατειλλημένη από ένα σημείο και μετά- κριτική της κερκίδας (και όχι μόνο της «Θύρας 7»), ο Ελευθερόπουλος άλλαξε συνήθειες, ηρέμησε, σοβάρεψε. Πετούσε κάθε Δευτέρα στην Ελλάδα για να βλέπει την μικρή Ιωάννα, άρχισε να διαβάζει όσο περισσότερη λογοτεχνία μπορούσε, να συχνάζει σε πολιτισμικά δρώμενα, μειώνοντας την ίδια ώρα τα ξενύκτια, τα χαζοφλερτ, ο,τιδήποτε θα μπορούσε να τού αποσπάσει το μυαλό από τη δουλειά του.
Μην αντέχοντας να ζει μακριά από την κόρη του και να χάνει να την βλέπει να μεγαλώνει, πήρε πριν δύο χρόνια τη μεγάλη απόφαση να επιστρέψει στην Ελλάδα. Φρόντισε, βέβαια, να κρατηθεί όσο πιο μακριά γινόταν από το Λιμάνι. Και η πιο «μακρινή» ομάδα ήταν ο ΠΑΣ Γιάννινα. Πέρσι πήρε μετεγγραφή στον Ηρακλή κι έκανε μια τόσο καλή χρονιά που ο νέος προπονητής της Εθνικής ομάδας τον συμπεριέλαβε στα σχέδιά του, παρότι ο Δημήτρης Ελευθερόπουλος ήταν πια 34 ετών και κουβαλούσε ένα «στίγμα». Αλλά το πιο εντυπωσιακό απ’ όλα ήταν ότι το όνομά του άρχισε να συζητιέται για τον Ολυμπιακό. Ίσως δεν μάθουμε ποτέ τι συνέβη τελικά και φέτος το καλοκαίρι κατέληξε στον Πανιώνιο. Φήμες λένε ότι ο Ερνέστο Βαλβέρδε, που αν μη τι άλλο εκτός από καλός προπονητής είναι και σπουδαίος μάνατζερ, κατάλαβε πως αυτό που άφησε πίσω του ο «Ελέ» φεύγοντας από το Λιμάνι προ επταετίας, δεν είχε ακόμη σβήσει από τους τοίχους του Καραϊσκάκη. Μη θέλοντας με τίποτε να προκαλέσει την εξέδρα, ματαίωσε την μετεγγραφή και ο 35χρονος πια τερματοφύλακας βρέθηκε εν μια νυκτί από το ζενίθ στο ναδίρ, στον χειμαζόμενο από οικονομικές δυσχέρειες Πανιώνιο, σε ένα Πρωτάθλημα με τεράστια προβλήματα, αντί να πατάει το χόρτο του Champions League ξανά, προσπαθώντας να αποδείξει ότι δεν ήταν αυτό που τού καταλόγιζαν, ότι είχε αδικηθεί, ότι είναι κι αυτός κομμάτι της θρυλικής ιστορίας του Ολυμπιακού. Αλλά είπαμε: Μερικές αδικίες στην Ελλάδα δεν μπορείς να τις σβήσεις ποτέ. Και το χειρότερο απ’ όλα ήταν ότι δεν τον αδίκησαν μόνο οι άλλοι. Ο Δημήτρης είχε αδικήσει πρώτος αυτός το τεράστιο ταλέντο του...