Γκαρίντσα, «η ντρίμπλα του Θεού» (photos+videos)
Σαν σήμερα, στις 28 Οκτωβρίου του 1933, στο Πάου Γκράντε του Ρίο ντε Τζανέιρο, είδε για πρώτη φορά το φως της ημέρας η «Χαρά των Ανθρώπων», ο μεγάλος Γκαρίντσα!
Αν κάποια στιγμή βρεθείς στην Βραζιλία και απευθύνεις στους ντόπιους το... αιώνιο ερώτημα: «Πελέ ή Μαραντόνα;» οι νεαρότεροι σε ηλικία θα σε κοιτάξουν με μισό μάτι. Οι μεγαλύτεροι και ειδικά αυτοί που «μετράνε» μισό αιώνα ζωής και πάνω, θα χαμογελάσουν πονηρά. Όχι γιατί έχουν βαρεθεί να την ακούνε. Αλλά γιατί θεωρούν ότι η ερώτηση θα έπρεπε να είναι: «Πελέ ή... Γκαρίντσα; «Το μαύρο διαμάντι» ή «Η ντρίμπλα του Θεού»;
Μανουέλ Φρανσίσκο ντος Σάντος. Ο άνθρωπος, ο οποίος σε αντίθεση με τον Πελέ, συγκρούστηκε με το κατεστημένο. Ο ποδοσφαιριστής που ήταν ακριβώς αντίθετο από το πρότυπο επαγγελματία που ήταν ο Πελέ. Αυτός για τον οποίο οι συμπατριώτες τους λένε: «Τον Πελέ ο κόσμος τον σέβεται. Τον Γκαρίντσα τον λάτρευε».
Η ζωή του καλύτερου ντριμπλέρ στην ιστορία του παγκοσμίου ποδοσφαίρου έμοιαζε με όνειρο. Η εξωγηπεδική του παρουσία, όμως, την μετέτρεψε σε εφιάλτη. Γόνος μιας φτωχής και πολυμελούς οικογένειας, με πατέρα αλκοολικό, τίποτα δεν προμήνυε το μέλλον του. Η παραμορφωμένη σπονδυλική του στήλη, το δεξί του πόδι που λύγιζε ελαφρά προς τα μέσα και το κατά έξι εκατοστά αριστερό του πόδι, για άλλους θα ήταν πρόβλημα.
Στον Μανέ, όμως, θα έδιναν το παρατσούκλι του. Αυτές οι δυσμορφίες, σε συνδυασμό με το χαμηλό κέντρο βάρους που είχε, του επέτρεπαν να αναπτύξει μια αέρινη ντρίμπλα που τον έκανε ανίκητο στο ένας με έναν και μια κίνηση που έμοιαζε με αυτή ενός πουλιού του Αμαζονίου, το γκαρίντσα (μικρό σπουργίτι)!
Τα πρώτα βήματα στην Μποταφόγκο...
Τις ικανότητές του τις έδειξε στα 20 του (1953), όταν τον δοκίμασε η Μποταφόγκο και στην πρώτη προπόνηση βαρέθηκε να κάνει... πλάκα στον τότε διεθνή αμυντικό της, Νίλτον Σάντος. Ο τελευταίος, μάλιστα, ήταν αυτός που συνέστησε στη διοίκηση να προσφέρει συμβόλαιο στον «πιτσιρικά» από το Πάου Γκράντε. Έτσι κι έγινε, με τον Γκαρίντσα, ο οποίος δεν ήξερε ούτε ανάγνωση, ούτε γραφή, να βάζει στο συμβόλαιο μια τελεία.
Τα πράγματα είχαν πάρει τον δρόμο τους. Στην πρώτη του σεζόν σκοράρει 20 φορές σε 26 αγώνες, ενώ στα επόμενα χρόνια θα... αναλωθεί στο να «κοροϊδεύει» όποιον αντίπαλο έβρισκε μπροστά του στην δεξιά πτέρυγα και να δίνει έτοιμα γκολ στους συμπαίκτες του. Το 1957 κατακτά το πρωτάθλημα με την Μποταφόγκο και όντας ήδη μέλος της εθνικής Βραζιλίας, θα δώσει το παρών στο Μουντιάλ της Σουηδίας.
Τα Μουντιάλ του
Στα πρώτα δύο παιχνίδια δεν θα αγωνιστεί, καθώς μπήκε σε... καραντίνα από τον τότε προπονητή της ομάδας, Βισέντε Φέολα. Ο λόγος; Σε ένα φιλικό της «σελεσάο» με την Φιορεντίνα, ένα μήνα πριν το Παγκόσμιο Κύπελλο, ο Γκαρίντσα θα περάσει τέσσερις αντιπάλους, συν τον Ιταλό πορτιέρο και παρά το ότι βρίσκεται σε κενή εστία, θα περιμένει να τον πλησιάσει ένας αμυντικός των «βιόλα» για να τον ξαναντριμπλάρει, πριν σκοράρει!
Από το παιχνίδι με την Ρωσία κι έπειτα, όμως, ο Γκαρίντσα ήταν βασικότατος συντελεστής της κατάκτησης του τροπαίου από την «σελεσάο» και ψηφίστηκε στην καλύτερη 11άδα του τουρνουά.
Τέσσερα χρόνια αργότερα (1962) στο Μουντιάλ της Χιλής το άστρο του θα λάμψει ακόμα περισσότερο. Ο τραυματισμός του Πελέ, που θα χάσει όλο το τουρνουά, θα χρίσει τον Γκαρίντσα ηγέτη της ομάδας και αυτός θα δικαιώσει τον χαρακτηρισμό, όταν θα βγει πρώτος σκόρερ και θα ψηφιστεί καλύτερος παίκτης της διοργάνωσης.
Μάλιστα, οι εμφανίσεις του και ειδικά αυτή του ημιτελικού απέναντι στους οικοδεσπότες θα κάνουν την τοπική εφημερίδα «El Mercurio» να... αναρωτηθεί: «Από ποιο πλανήτη είναι ο Γκαρίντσα;».
Στα 33 του και με έναν τραυματισμό να τον ταλαιπωρεί, ο Γκαρίντσα θα συμμετάσχει και στο Παγκόσμιο Κύπελλο της Αγγλίας (1966), θα σημειώσει ένα γκολ στο παιχνίδι με την Βουλγαρία και θα... αποχαιρετήσει την «σελεσάο» στην ήττα από την Ουγγαρία. Η μόνη φορά που η Βραζιλία ηττήθηκε σε παιχνίδι που είχε τον Γκαρίντσα στη σύνθεσή της!
Οι τίτλοι και η παρακμή
Όλα αυτά τα χρόνια ο «άγγελος με τα λυγισμένα πόδια» δεν έπαψε να διακρίνεται και σε συλλογικό επίπεδο. Με την Μποταφόγκο πήρε άλλους τρεις τίτλους (δύο πρωταθλήματα Ρίο το ’61 και το ’62 και ένα Ρίο/Σάο Πάουλο το ’62). Από το 1966 και μετά, όμως, άρχισε η... πτώση. Μεταγραφή στην Κορίνθιανς και από εκεί κατά σειρά σε Πορτουγκέζα, Ατλέτικο Τζούνιορ (Κολομβία), Φλαμένγκο και Ολαρία.
Το 1973 θα... κρεμάσει τα ποδοσφαιρικά του παπούτσια, χωρίς να έχει αγωνιστεί στην Ευρώπη, πάρα το ότι προσπάθησαν να τον αποκτήσουν ομάδες όπως η Ρεάλ Μαδρίτης και οι τρεις μεγάλοι του ιταλικού ποδοσφαίρου (Γιουβέντους, Ίντερ και Μίλαν). Τελευταίο του παιχνίδι, αυτό της 19ης Δεκεμβρίου, ανάμεσα στην εθνική Βραζιλίας και ομάδα επιλέκτων της ΦΙΦΑ, στο γήπεδο Μαρακανά, παρουσία 131 χιλιάδων θεατών, οι οποίοι τον αποθέωσαν στον τελευταίο του γύρο θριάμβου. Τα επόμενα χρόνια, μέχρι και το 1982, θα πατήσει μερικές ακόμα φορές το χορτάρι, αλλά μόνο για αγώνες επίδειξης.
Τον κατέστρεψε το αλκοόλ...
Ό,τι έφτιαχνε μέσα στα γήπεδα, ο Γκαρίντσα φρόντιζε να το... καταστρέφει έξω από αυτό. Παντρεμένος με την Ναΐρ Μαρκές από το 1952 και έχοντας οκτώ κόρες μαζί της (!), την χώρισε το 1965, για να παντρευτεί (χωρίς επίσημη τελετή) ένα χρόνο μετά την χορεύτρια της σάμπα, Έλσα Σοάρες και να αποτελέσουν ένα από τα πιο διάσημα ζευγάρια της εποχής.
Το 1977 τον αφήνει, κατηγορώντας τον ότι την χτύπησε, έπειτα από ένα απ’ τα... συνηθισμένα μεθύσια του. Άλλωστε, ποτέ δεν έκρυψε ότι το... αλκοόλ ήταν μεγάλη του αγάπη (όπως και του πατέρα του) και ήταν αρκετές φορές που μπλέχτηκε σε τροχαίο. Σε ένα εξ’ αυτών, μάλιστα, το 1969, πέθανε η πεθερά του.
Το 1982 μεταφέρθηκε οκτώ φορές σε νοσοκομείο, λόγω κίρρωσης του ήπατος και στις 20 Ιανουαρίου του 1983 ένας 49χρονος θα μεταφερθεί σε κλινική, όπου και θα αφήσει την τελευταία του πνοή. «Είναι ο Γκαρίντσα», θα αναφωνήσει ένας νοσοκόμος που θα αναγνωρίσει το πτώμα του ενός... θρύλου της Βραζιλίας.
Και παρά το ότι στα τελευταία του χρόνια τον είχαν ξεχάσει όλοι, στο «αντίο» του έκλαψε ολόκληρη η χώρα...
Ξέρατε ότι:
* Τα συμβόλαιά του δεν τα διάβαζε, μιας και δεν ήξερε ανάγνωση, ενώ δεν μπορούσε ούτε να υπολογίσει τα χρήματα. Τα λεφτά απλά... περνούσαν απ’ τα χέρια του.
* Επισήμως έχει 14 παιδιά. Λέγεται, όμως, ότι έχει 36!
* Δύο απ’ τα παιδιά του τα έκανε με την μεγάλη του αγάπη, ονόματι Ιράκι, την οποία, όμως, ποτέ δεν παντρεύτηκε.
* Στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1958, στο παιχνίδι με την Ρωσία, είχε αποκαλέσει «Ζοάο» (απ’ τα πιο κοινά ονόματα στην Βραζιλία) τον αντίπαλο αμυντικό Κουζνέτσοφ. Από τότε, όποιον αμυντικό ταλαιπωρούσε, τον αποκαλούσαν Ζοάο!
* Στον τελικό του Μουντιάλ 1962, όταν η Βραζιλία κλήθηκε να αντιμετωπίσει την Τσεχοσλοβακία που είχε νικήσει και στην πρώτη φάση, ο Γκαρίντσα αναρωτήθηκε: «Άλλη Τσεχοσλοβακία είναι αυτή ρε παιδιά;».
* Στο Μουντιάλ της Χιλής, στο ματς με την Αγγλία, ένας σκύλος μπήκε στον αγωνιστικό χώρο. Ο Τζίμι Γκριβς (τότε Άγγλος διεθνής) κατάφερε να τον πιάσει, όμως, ο σκύλος έκανε την... ανάγκη του, πάνω του. Ο Γκαρίντσα κράτησε αυτόν τον σκύλο για κατοικίδιο!
Για να έχετε πλήρη πρόσβαση στις κυριότερες ειδήσεις της ημέρας και μέσα από τη σελίδα σας στο Facebook, κάντε LIKE στο Onsports πατώντας ΕΔΩ.