Λυπηρίδης: «Πολύ βαριά η φανέλα του Άρη» (photos)
Κοινή συνέντευξη παραχώρησαν ο Βασίλης Λυπηρίδης και ο Αλέξανδρος Βεζένκοφ, μιλώντας για το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον του Άρη.
Νέα ενότητα εγκαινίασε μέσα από την επίσημη ιστοσελίδα της η ΚΑΕ Άρης. Με τίτλο «Συνέντευξη του μήνα» θα παρουσιάζεται, μηνιαίως, κοινή συνέντευξη ενός παλαίμαχου κι ενός εν ενεργεία παίκτη της ομάδας. Η αρχή έγινε με τους Βασίλη Λυπηρίδη και Αλέξανδρο Βεζένκοφ, οι οποίοι είπαν τα εξής...
-Κύριε Λυπηρίδη, αφηγηθείτε μας την πορεία σας στον αθλητισμό και την έλευσή σας στον Άρη, τις διακρίσεις σας με τον σύλλογο και την εθνική ομάδα, έως τότε που σταματήσατε το μπάσκετ.
Β.Λ. «Ξεκίνησα το μπάσκετ στην Έδεσσα από τον τοπικό σύλλογο, τον ΓΑΣ Έδεσσας, σε μεγάλη σχετικά ηλικία, 15 περίπου ετών. Κάποια στιγμή με είδαν οι άνθρωποι του Άρη σε ένα καλοκαιρινό καμπ και ενδιαφέρθηκαν ήδη από τη Β’ Λυκείου να με πάρουν στην ομάδα, αλλά δεν έγινε η μεταγραφή μου εκείνη τη χρονιά. Υπήρξε μια επαφή, όμως, με τον σύλλογο. Όταν πια τελείωσα το Λύκειο ήρθα κι έπαιξα για ένα χρόνο στη ΧΑΝΘ και την επόμενη χρονιά έγινε και η μεταγραφή μου στον Άρη. Από τότε, φυσικά, όλη η καριέρα ήταν στον Άρη, για 11 χρόνια. Πήραμε έξι πρωταθλήματα, πέντε Κύπελλα, ένα Κυπελλούχων, είχαμε τρεις συμμετοχές σε Final Four του Κυπέλλου Πρωταθλητριών και μετά, όταν πλέον αποχώρησα από τον Άρη το 1995, έπαιξα ερασιτεχνικά για λίγους μήνες στη ΜΕΝΤ Θεσσαλονίκης και στον ΟΦΗ στη Γ’ Εθνική κατηγορία, για να βοηθήσω κάποιους φίλους μου που είχαν σχέση με τον σύλλογο.
Στην εθνική ομάδα ξεκίνησα από τα εφηβικά, συμμετείχα και στο Βαλκανικό Εφήβων. Γρήγορα -και επειδή εκείνα τα χρόνια η Εθνική Ελλάδος ήταν και η πεντάδα του Άρη- μέσα από τις διακρίσεις της ομάδας και της προσωπικής μου αγωνιστικότητας, πήγα στην Εθνική Ανδρών, με την οποία βγήκαμε 6οι στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα της Αργεντινής το 1990 και 5οι στο Πανευρωπαϊκό το 1991».
-Αλέξανδρε, πώς ξεκίνησε η δική σου ενασχόληση με τον αθλητισμό και πώς ήρθες στον Άρη;
Α.Β. «Προέρχομαι από άκρως μπασκετική οικογένεια, αφού ο πατέρας μου ήταν αθλητής κατά τη δεκαετία του 1980-1990 και η αδερφή μου έπαιζε επίσης μπάσκετ, οπότε δεν μπορούσα να διαλέξω κάποιον άλλο δρόμο εκτός από τον μπασκετικό. Είμαι στα γήπεδα από πολύ μικρή ηλικία, αφού ακολουθούσα τον πατέρα μου όπου κι αν έπαιζε και σταδιακά όσο μεγάλωνα, μεγάλωνε και η ενασχόλησή μου με το μπάσκετ. Ξεκίνησα να παίζω μπάσκετ στο ΑΠΟΕΛ από εφτά χρονών, γιατί είχε παίξει ο πατέρας μου την τελευταία χρονιά εκεί και σιγά σιγά, μετά το πρώτο Πανευρωπαϊκό Πρωτάθλημα, ήρθαν κάποιες προτάσεις από την Ελλάδα στα 15 μου πια. Διάλεξα τον Άρη για πολλούς λόγους, αλλά κυρίως για τη μεγάλη ιστορία και τη βαριά φανέλα που έχει. Στον Άρη ξεκίνησα να παίζω στο παιδικό τμήμα, κατακτήσαμε το Πρωτάθλημα Θεσσαλονίκης και το Πρωτάθλημα Ελλάδας και την επόμενη χρονιά με κάλεσαν στο ανδρικό τμήμα. Με το εφηβικό τμήμα κατακτήσαμε το πρωτάθλημα την περσινή σεζόν, παράλληλα με τις προπονήσεις μου με την ανδρική ομάδα. Έχω πέντε συμμετοχές στο Πανευρωπαϊκό με την εθνική ομάδα της Βουλγαρίας. Κάθε καλοκαίρι είναι δύσκολο και από πέρυσι ο ρόλος μου μεγάλωσε στην ανδρική ομάδα του Άρη και προσπαθώ να δουλεύω σκληρά, ώστε να καθιερωθώ».
-Πόσο σημαντική είναι η σκληρή δουλειά για έναν αθλητή, ώστε να καθιερωθεί με τη φανέλα του Άρη;
Β.Λ. «Εγώ προσωπικά, μέσα από τη σκληρή δουλειά καθιερώθηκα στην ομάδα του Άρη, γιατί δεν ήμουν από τους αθλητές που με την πρώτη ματιά βλέπεις ότι θα παίξουν μπάσκετ αν εξαιρέσεις το ύψος και για τα δεδομένα της εποχής εκείνης πάντα. Ωστόσο, αφοσιώθηκα πάρα πολύ σε αυτό που έπρεπε να κάνω, είχα μεγάλη εσωτερική πειθαρχία και δούλεψα πάρα πολύ σκληρά με τον Γιάννη Ιωανννίδη, που είχαμε τότε προπονητή. Πιστεύω ότι έτσι κατάφερα να καταξιωθώ και στην ομάδα. Επειδή η ομάδα του Άρη έχει πολύ βαριά φανέλα και το καταλαβαίνει ο καθένας όταν μπαίνει μέσα στο γήπεδο και βλέπει όλα αυτά τα λάβαρα στην οροφή, είναι μονόδρομος το να δουλέψεις πάρα πολύ σκληρά, γιατί έχεις συναίσθηση του πού αγωνίζεσαι. Ακόμα και ύστερα από τόσα χρόνια όλες οι αναφορές που κάνουν οι φίλαθλοι είναι σε εκείνη την ομάδα».
Α.Β. «Η σκληρή δουλειά για έναν αθλητή, όπου και να παίζει, είναι πολύ σημαντική. Πρέπει να δουλεύει κάθε ημέρα με σκυμμένο το κεφάλι, ώστε να μπορεί να πετύχει. Όλοι οι καταξιωμένοι αθλητές δουλεύουν κάθε μέρα, γιατί δεν μπορείς να είσαι τέλειος. Πάντα κάτι λείπει και πρέπει να δουλεύεις σκληρά, για να κρατήσεις σε υψηλό επίπεδο αυτά που κάνεις καλά. Ειδικά όταν αγωνίζεσαι στον Άρη είναι ακόμη πιο δύσκολο, γιατί τη δεκαετία του 1980, οι φίλαθλοι έζησαν μοναδικές στιγμές με τον Νίκο Γκάλη, τον Παναγιώτη Γιαννάκη, τον Βασίλη Λυπηρίδη και τους συμπαίκτες τους. Ο Άρης είναι η φανέλα των 21 τίτλων, είναι μεγάλη τιμή και κάτι ξεχωριστό να παίζεις σε αυτήν την ομάδα και για να παίζεις στον Άρη πρέπει χιλιάδες φορές περισσότερο να δουλεύεις, για να σε πιστεύει ο προπονητής, αλλά και ο κόσμος, που είναι άκρως μπασκετικός στον Άρη».
-Κύριε Λυπηρίδη, ποιος είναι ο παίκτης που σας έχει δυσκολέψει περισσότερο στην καριέρα σας;
Β.Λ. «Σε ευρωπαϊκό επίπεδο και λόγω θέσης περισσότερο, επειδή είχα αναλάβει κυρίως τον αμυντικό τομέα, ήμουν αναγκασμένος να μαρκάρω παίκτες, οι οποίοι ήταν αρκετά ψηλότεροι, πιο δυνατοί και πιο ογκώδεις από εμένα. Ένας από αυτούς που με μεγάλη χαρά είδα και στην εκδήλωση προς τιμήν του Νίκου Γκάλη ήταν ο Όντι Νόρις που έπαιζε στην Μπαρτσελόνα, ένας από τους μεγαλύτερους παίκτες που πέρασαν από την Ευρώπη. Στο ελληνικό πρωτάθλημα, επειδή πάντα μάρκαρα και περιφερειακούς παίκτες και ψηλούς, νομίζω ότι ο Ζάρκο Πάσπαλι ήταν αυτός που με είχε δυσκολέψει περισσότερο μέσα στο γήπεδο».
-Αλέξανδρε, πόσο σημαντικά είναι τα λάθη και οι ήττες στη διαμόρφωση του χαρακτήρα ενός νέου αθλητή;
Α.Β. «Στον αθλητισμό υπάρχουν και οι νίκες και οι ήττες. Δεν μπορείς πάντα να κερδίζεις .Η ήττα είναι στο πρόγραμμα και κάποιες φορές σου διδάσκει τα λάθη σου. Αν είσαι νεαρός προβληματίζεσαι, δηλαδή σκέφτεσαι πού έκανες λάθος και τι έφταιξε. Στις ήττες πρέπει να φαίνεσαι ακόμη πιο δυνατός. Όπως λέει και ο προπονητής μας, πρέπει να έχουμε κακή μνήμη, ώστε να ξεπερνάμε τα προβλήματα. Από τα λάθη μας μαθαίνουμε».
-Κύριε Λυπηρίδη, ποια είναι η πιο έντονη ανάμνησή σας με τη φανέλα του Άρη, εκείνη που σας έχει σημαδέψει;
Β.Λ. «Η καλύτερή μου αδιαμφισβήτητα στιγμή ήταν το τελευταίο πρωτάθλημα που πήραμε το 1991, με την ανατροπή που έγινε στα πλέι οφ με τον ΠΑΟΚ. Είχαμε έρθει με πλεονέκτημα στη φάση των πλέι οφ, μας ισοφάρισε ο ΠΑΟΚ και τελικά με ανατροπή κερδίσαμε ένα πρωτάθλημα, το οποίο ήταν πραγματικά μαγικό, ως προς τον τρόπο που κατακτήθηκε. Στα τελευταία δευτερόλεπτα. Ήταν ένα παιχνίδι στο οποίο νομίζω ότι έσπασαν καρδιές. Όταν ένας αθλητής μιλά για άσχημη στιγμή συνήθως επικαλείται τους τραυματισμούς. Οι τέσσερις εγχειρήσεις που έκανα σε όλη αυτήν πορεία ήταν πολύ άσχημες στιγμές, κυρίως λόγω της προσπάθειας που έκανα για να επανενταχθώ στην ομάδα. Επίσης, με πλήγωσε πολύ ο τρόπος με τον οποίο έφυγα από την ομάδα, ήταν κάτι που δεν το ήθελα εγώ και στην ουσία μεθοδεύθηκε. Ήταν τα χρόνια στα οποία η ομάδα είχε τεράστια οικονομικά προβλήματα και προφανώς δεν ήμουν στα πλάνα της διοίκησης και του προπονητή εκείνης της περιόδου, αλλά το πιο απογοητευτικό ήταν ότι οι συγκεκριμένοι άνθρωποι δεν είχαν μια ξεκάθαρη στάση και μια εξήγηση, για να μπορέσω κι εγώ να δω τη συνέχειά μου σαν αθλητής. Ήρθε σαν κατραπακιά στην ουσία. Μου έδωσαν την εντύπωση ότι είμαι στην ομάδα αν και συνέχισα να παίζω 1,5 με 2 χρόνια απλήρωτος σε μηδενική βάση. Κάναμε πολλές θυσίες τότε για να βοηθήσουμε τον σύλλογο, αλλά ούτε αυτό εκτιμήθηκε από τη διοίκηση εκείνης της περιόδου».
-Αλέξανδρε, έχει πίεση η φανέλα του Άρη και αν ναι πώς ένας παίκτης προσαρμόζεται ή διαχειρίζεται την πίεση αυτή;
Α.Β. «Η πίεση θα υπάρχει πάντα, με όποια ομάδα κι αν παίζει ο Άρης, αλλά αν τη διαχειριστείς σωστά μπορεί να βγει πολύ δημιουργικά. Μπορεί να μην τη νιώθεις, αλλά πάντα θα υπάρχει, έστω και ασυναίσθητα. Πρόκειται για μια ομάδα με ιστορία, με τίτλους, με brand name, δεν γίνεται να μην έχεις πίεση όταν αγωνίζεσαι στον Άρη. Σε κάθε παιχνίδι υπάρχουν απαιτήσεις, αλλά πρέπει να τις διαχειριστείς με τέτοιον τρόπο, ώστε να βγουν δημιουργικά και όχι καταστροφικά».
-Κύριε Λυπηρίδη, ποια είναι τα συστατικά της επιτυχίας για μια ομάδα; Τι πρέπει να κάνει, ώστε να πρωταγωνιστήσει; Τι συμβουλεύετε προσωπικά τον Αλέξανδρο;
Β.Λ. «Με τα σημερινά δεδομένα, όλοι μιλούν για το μπάτζετ ενός σωματείου και για τους παίκτες που διαθέτει. Για εμένα, αυτό δεν είναι το κλειδί για την επιτυχία μιας ομάδας. Πολύ σημαντική είναι η σύμπνοια, κάτι το οποίο με πολύ ενθουσιασμό, βλέπω να υπάρχει στη σημερινή ομάδα. Η ομαδική δουλειά και η θέληση του ενός να καλύπτει το κενό του άλλου, που με τη σωστή κατανομή των ρόλων, είχαμε καταφέρει κι εμείς τότε στην παλιά μας ομάδα. Δεν έμπαινε ο ένας στο ρόλο του άλλου. Ξέραμε τα κενά που είχε η ομάδα και ο καθένας αναλάμβανε να τα καλύψει, αλλά δεν εισερχόταν στο ρόλο του άλλου. Αν και στη σημερινή μορφή του μπάσκετ είναι διαφορετικά τα πράγματα, πάλι παίζει ρόλο να μπορεί ο ένας παίκτης να αναπληρώνει τον άλλον, στις αδύνατές του στιγμές.
Τον Αλέξανδρο, τον έχω παρακολουθήσει από πέρυσι. Μου έκανε μεγάλη εντύπωση και το νεαρό της ηλικίας του και τα προσόντα που έχει. Τεράστια εντύπωση, βέβαια, μου έκανε η εμπειρία που δείχνει να έχει μέσα στο γήπεδο. Από τη θέση που έπαιζα και κυρίως σαν αμυντικός είδα πράγματα που τα μαθαίνεις φυσιολογικά σε μεγάλη ηλικία και δεν διδάσκονται. Είδα κινήσεις που με εντυπωσίασαν, για την ωριμότητα με την οποία σκεφτόταν. Σε αυτήν την ηλικία που είναι, πρέπει να δουλέψει πάρα πολύ, να καλύψει όλα τα κενά και θα ήθελα κυρίως να τον συμβουλεύσω να έχει τεράστια υπομονή και να μην είναι ποτέ ευχαριστημένος. Ακόμη και στην καλύτερή του ημέρα, να βρίσκει τα ελαττώματά του. Έτσι πρέπει να αισθάνεται και να σκέφτεται ένας αθλητής που θέλει να φτάσει ψηλά».
-Αλέξανδρε, ποιες είναι οι σκέψεις σου σε ό,τι αφορά τους προσωπικούς σου στόχους, αλλά και τον Άρη;
Α.Β. «Προσωπικός μου στόχος είναι να βελτιώνομαι κάθε μέρα και να φτάσω όσο πιο ψηλά μπορώ. Δεν ξέρω ποια είναι τα όριά μου, επομένως θα συνεχίσω να δουλεύω σκληρά. Η ομάδα μας φέτος είναι ένας καινούριος Άρης, μια ομάδα που τώρα χτίζεται. Θέλουμε να τη φθάσουμε όσο πιο ψηλά μπορούμε και αυτό να είναι μια μικρή πρόοδος, όλο και περισσότερο καθημερινά, σε όλα τα επίπεδα, ώστε να βρεθεί ξανά εκεί που της αξίζει, να παίζει σε ευρωπαϊκές διοργανώσεις και να κατακτά τίτλους».